Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012



ΑΓΑΝΤΑ...

ΤΟ ΚΕΛΑΔΗΜΑ ΤΗΣ ΤΣΙΧΛΑΣ

Τσίχλα την παρανομιάζανε στο χωριό την Αννούλα.
Κι έζησε και πέθανε τσίχλα.
Ήτανε μιας μπουκιάς ανθρωπάκι. Αδύνατη, με ψιλά κανιά, δίχως βάρος, πετούμενη. Δεν περπατούσε — πήδαγε κ έτρεχε.
Αλλά για ποιο χωριό μιλάμε;
Για έν’ από κείνα τα βουνίσια, που σκαρφαλώνουνε στην πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια.
Όμορφα, μα φτωχά και μίζερα κι αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους.
Μια ρεματιά στην κατηφοριά με τις κόκκινες ροδοδάφνες και μια γιδόστρατα, που φέρνει μες από το δάσος των πεύκων στην κορφή του βουνού.
Τόσο απόμερο, ξεχασμένο χωριό, που σχεδόν είχε κι αυτό ξεχάσει τ’ όνομά του.
Δεν του χρειαζότανε, λες και του ’πεφτε βάρος.
Αλλ’ όσο τους λείπουνε των μικρών αφτών χωριών πολιτισμός, φροντίδα και χορτασιά, τόσο τους περισσεύ’ η ψυχή.
Ψυχή του λαού.

Είμαστε στον τελεφταίο χρόνο της Κατοχής.
Το χωριό, που λέμε, βρισκότανε στα σύνορα των δυο Ελλάδων: της λεύτερης και της συνεργαζόμενης.
Αλλά προς τα εδώ.
Ένα γερμανικό φυλάκιο προσπαθούσε με τους ναζήδες τους δικούς του και τους τσολιάδες τους «δικούς μας» να μποδίζει τη λευτεριά να κατέβει απ’ την κορφή του βουνού προς τα κάτου - στον κάμπο.
Γιατί κει ψηλά στην κορφή του βουνού είχανε φωλιάσ’ οι αγωνιστές του έθνους κι ετοιμάζανε «καλά Χριστούγεννα» για τους εχθρούς.
Με την απελευθερωτικήν επιτροπή του χωριού είχανε συχνήν επαφή.
Αλλά πώς;
Μέσον της Τσίχλας.
Ήτανε κόρη μιας φτωχιάς χηρευάμενης του χωριού, που ο άντρας της σκοτώθηκε στην Αλβανία.
Οχτώ με δέκα χρονών η Τσίχλα.
Μα γεμάτη φωνή, ξυπνάδα και μίσος εναντίον των εχθρών.
Και σβέλτη και μπασμένη στη ζωή — σαν ώριμο πλάσμα — κι αδείλιαστη.
Καλός καιρός στα τέλη του Δεκέμβρη.
Ήλιος και στέγνη — μα και κρύο τσουχτερό.
Η Τσίχλα μαζί μ’ άλλα παιδιά (τα σκολειά κλεισμένα!) βγαίναν έξω απ’ το χωριό σ’ ένα πλάτωμα προς το ρέμα και παίζανε μπροστά στα μάτια των Γερμανών και των τσολιάδων.
Παίζανε τόπι.
Η Τσίχλα, πάνου στο φούντωμα του παιχνιδιού, τίναζε το τόπι όσο μπορούσε μακρύτερα προς το ρέμα κι ύστερις έτρεχε, όσο μπορούσε πιότερο, να το φτάσει.
Το τόπι κυλούσε κάτου στη ρεματιά κι η Τσίχλα κυλούσε κι αυτή.
Όχι πολύ ψηλά, μέσα στο δάσος την περιμένανε κατά το μεσημέρι, κάθε μέρα δυο αντάρτες.
Τους έδινε το μήνυμα γραμμένο ή στοματικά της Επιτροπής και ξαναγυρνούσε πίσου λαχανιασμένη (για να μην αργήσει) με το τόπι στα χέρια!
Αλλ’ αυτό το ταχτικό χάσιμο της Τσίχλας μέσα στο δάσος πονήρεψε τους «εχθρούς» ξένους και δικούς.
— Πρέπει να ιδούμε τι τρέχει, με τρόπο –γιατί το μωρό είναι πολύ πονηρό...
Αλλά δε χρειάστηκε τρόπος.
Ο πρόεδρος του χωριού, δεξί χέρι των Ναζήδων, έκανε την τελευταία του υπηρεσία «προς την πατρίδα».
Τους πληροφόρησε τι συμβαίνει.
Όταν την άλλη μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, η Τσίχλα ξανάκανε το «παιχνίδι» της, τρέξανε πίσω από το τόπι ναζήδες και «δικοί», σταματήσανε το τόπι τη σταματήσανε κι αυτήνε.
Και την ψάξανε.
Βρήκανε χωμένο μέσα στα μαλλιά της ένα χαρτάκι.
— Έλα δω, πουλάκι μου, τη ρώτησε o πρόεδρος.
Ποιος σου το ’δωσε τούτο;
— Μόνη μου το ’γραψα.
— Και τι ξέρεις εσύ από τέτοια πράματα;
— Όλοι μας ξέρουμε.
— Και τι άλλο «παιχνίδι» ξέρεις;
— Όλα.
Και να τρέχω.
Και να πηδώ.
Και να τραγουδώ.
Να σκαρφαλώνω στα δέντρα να καρπολογώ και να πιάνω πουλάκια στις φωλιές τους.
— Για σκαρφάλωσε σ’ αυτήνε την ελιά να σε ιδούμε;
Η Τσίχλα βρέθηκε σ’ ένα λεπτό πάνω στο δέντρο.
— Ξέρεις, είπες, να τραγουδάς.
Για πες μας κανένα «σκοπό» ν’ ακούσουμε;
Ό,τι σου αρέσει.
Κι’ η Τσίχλα με λαγαρή παιδιάστικη φωνή κελάηδησε.
— «Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά...» (Αυτό το τραγούδι ήτανε τότες το πιο συνηθισμένο τραγούδι των σκλαβωμένων Ελλήνων).
Μπαμ!, μπαμ!, μπαμ!...
Οι Γερμαναράδες κι οι τσολιάδες τη βάλανε στο σημάδι και τη σκοτώσανε σαν πουλί.
Και το πουλί σωριάστηκε χάμου, μιας φούχτας σώμα κι απέραντη ψυχή.
Η ψυχή όλης της Ελλάδας.
Περασμένα μεσάνυχτα, την ώρα που οι καμπάνες διαλαλούσανε τη γέννηση του «Σωτήρος», πέσανε ξαφνικά στο χωριό οι αντάρτες — και ναζήδες και «δικοί» κι ο πρόεδρος πλήρωσαν με τη ζωή τους το άναντρό τους έγκλημα.
Κ’ ύστερα;
Ύστερα από ένα χρόνο η «Ελευθερία» είχε κυνηγηθεί στεριάς και πελάου απ όλην την Ελλάδα.
Αλλά κάθε Χριστούγεννα, μετά τα μεσάνυχτα, οι χαρούμενοι αντίλαλοι της καμπάνας δεν μπορούν να πνίξουνε το θλιβερό κελάηδημα της Τσίχλας και το κλάμα της Πατρίδας...

Αλλα κουραγιο...


υσ Κώστας Βάρναλης απο την ανθολογια αντιστασιακης πεζογραφιας

6 σχόλια:

  1. Αυτοί σκότωσαν την ηρωική τσίχλα, και συ Δημήτρη μού χαντάκωσες την καρδιά μου μ’ αυτήν την ιστορία. Θα μου πεις υπάρχουν δεκάδες παρόμοιες ιστορίες. Άκουγα στην τηλεόραση, σχετικά με την επέτειο του ολοκαυτώματος, ότι 7 στους 10 νέους στη Γερμανία δεν ξέρουν κατά που πέφτει το Άουσβιτς (Πολωνία), ή γιατί γιορτάζεται η επέτειος του ολοκαυτώματος. Έχω πάει στο στρατόπεδο του Νταχάου, υπάρχουν τα κρεματόρια, τα εκθέτουν στους τουρίστες, υπάρχει αίθουσα προβολής όπου βλέπει ο κόσμος μέρος της θηριωδίας των ναζί. Δεν τα κρύβουν, δεν ξέρω αν τους έχουν υποχρεώσει, ή όχι αλλά οι θηριωδίες των ναζί ήταν απερίγραπτες, ειδικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
    Να μη δώσουμε ποτέ την ευκαιρία σε κανέναν να εκμεταλλευτεί τον πόνο και τη δυστυχία του λαού του για να ανελιχθεί στην εξουσία, με στόχο την καταδυνάστευση και του δικού του λαού, αλλά και άλλων λαών.
    Εύχομαι καλή εβδομάδα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Scorpion49 καλημερα, πολυ σημαντικη η μαρτυρια σου, για τις εικονες που ειδες στα κολαστηρια του Νταχαου.
    Το ''παραδοξο'' ειναι σε αυτη την ερευνα για το οτι η νεολαια της Γερμανιας, δεν γνωριζει, ενα πραγμα συμβαινει, μαλλον για τριτη φορα στην παγκοσμια ιστορια, φροντιζουν να δημιουργησουν κλιμα στην χωρα, οπως στον Α' και Β' παγκοσμιο πολεμο, αμαθεια στον λαο και οικονομικες απολαβες κατω των οριων διαβιωσης, οποτε να ειναι για αλλη μια φορα ωριμες οι συνθηκες, για εναν ''καιζερ'', η εναν ''χιτλερ'', αλλωστε στην Γερμανια υπαρχουν ''στρατιες'' ''απασχολουμενων''-εργαζομενων με 400 ευρω, κοβονται ασφαλειες, παροχες υγειας, συνταξεις, ανθρωποι περιθωριοποιουνται, δυστυχως, εχω την εντυπωση---μακαρι να τα βλεπω λαθος τα γεγονοτα---οτι η ιστορια επαναλαμβανεται, για τριτη φορα, απο την δευτερη φορα=φαρσα, τωρα σαν τι?
    Μολις πριν μερικα χρονια πισω, μετα τον διαμελισμο της πρωην Γιουγκοσλαβιας και την ενεργη συμετοχη σε αυτον της Γερμανιας, βγηκε ο ταξιαρχος του εκστρατευτικου σωματος και στα παγκοσμια μ.μ.ε καταδικασε την ''εξοδο'' Γερμανων στρατιωτων, εξω απο τα συνορα της χωρας του και ζητησε συγνωμη απο την παγκοσμια κοινη γνωμη---την επεμβαση και διαλυση της Γιουγκοσλαβιας, την ειχαν κανει ομως---να λοιπον που πολυ γρηγορα ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ, Η ΝΕΟΛΑΙΑ ΤΟΥΣ, ΝΑ ''ΞΕΧΑΣΕΙ'', ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ Η ΧΩΡΑ ΤΟΥΣ, ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, σιγουρα, υποκεινουμενη και υποχειριο, των ''αφανων'' παγκοσμιων αλλα και γερμανικων οικονομικων συμφεροντων.
    Για αλλη μια φορα ο Γερμανικος λαος θα δειχτει με το δακτυλο, για αλλη μια φορα θα εχουμε εκατομβες θυματων, για αλλη μια φορα ο καπιταλισμος θα μας κουνησει το φοβητρο του φασισμου, του ναζισμου, η οπως θα το ονομασουν αυτη την φορα.
    Τις ιστοριες για τουτο τον λογο τις αναρτω, για τις θυμισες, ναι πληγωνουν, αλλα διδασκουν κιολας, αρκει τα ματια να τις μεταφερουν και στην ψυχη και στον νου.
    Καλη μας εβδομαδα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. "Και το πουλί σωριάστηκε χάμου, μιας φούχτας σώμα κι απέραντη ψυχή.
    Η ψυχή όλης της Ελλάδας."
    Ενας στο χώμα χιλιάδες στον αγώνα!!!
    Μόνο ένας Βάρναλης μπορούσε να γράψει ιστορίες που αποκάλυπταν το μέγεθος του αγώνα του ελληνικού λαού έναντι του Ναζισμού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Και συ κομμουνιστής είσαι τι μ'αυτό?
    Γράφεις σαν κι'αυτόν?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. kariatida62 ωρε εκανα συγκριση τον εαυτο μου με τον Βαρναλη???

    ΑπάντησηΔιαγραφή