Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011
ΑΓΑΝΤΑ...
Μαρίτσα, η μικρή ΕΠΟΝίτισσα
Η Μαρίτσα, όταν την είδαμε για πρώτη φορά, ήταν ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρονών, ένα απ' το παιδομάνι της γειτονιάς μας εκεί στην Καισαριανή λίγο πάνω απ' την Παναγίτσα. Οπου φτώχεια και πολλά παιδιά, λέει ο λαός, αλλά κι ο ίδιος πάλι, παρ' όλα τα βάσανα που έχουν, τα λέει «ευλογία θεού», τα βλέπει και τα χαίρεται.
Γι' αυτό και δεν τα μάλωνε κανείς όταν, πολύβουο τσούρμο, παίζανε στα δρομάκια και χωνόντουσαν στις αυλές γύρω.
Καμιά φορά, όταν κάνανε ζημιές ή τσακώνονταν, έβγαινε η κυρά Σμαρώ με το ποτιστήρι, τα κατάβρεχε κι εκείνα σκορπούσαν σαν τα τσιροπούλια.
Το σπίτι μας ήταν γωνία κι είχε απ' τις δυο φάτσες πεζοδρόμιο πλακόστρωτο.
Γύρω τα σοκάκια ήταν χωματόδρομοι μ' αυλάκια από 'δω κι από 'κει που τρέχανε τ' απονέρια.
Κίνηση δεν είχανε, πού και πού κανένα κάρο να περνούσε ή κανένα γαϊδουράκι.
Το πεζοδρόμιο το δικό μας είχε πολλή πελατεία.
Καθώς είχε τετράγωνα ίσια πλακάκια ήταν κατάλληλο για κουτσό, για σκοινάκι, για βώλους κι άλλα πολλά παιγνίδια.
Εκεί λοιπόν, το 1937, μόλις πρωτοπήγαμε στη γειτονιά, γνωρίσαμε μαζί με τ' άλλα παιδιά και τη Μαρίτσα, που καθόταν τρία για τέσσερα σπίτια παραπάνω.
Φτώχεια, αναδουλειά, μιζέρια στο σπίτι της.
Τα άλλα τρία αδέρφια της πηγαίνανε σχολείο κι εκείνη στο δρόμο.
Ηταν λεπτή, ξανθιά, μ' ένα τριμμένο φουστανάκι να κρέμεται απ' τη μια μεριά, με φακίδες στο μουτράκι της και κάτι κοτσιδάρες ίσα με το μπόι της, σαν δυο δεμάτια άχυρο, που τις τίναζε πότε 'δω και πότε 'κει σαν αλογοουρές.
Εμοιαζε πολύ με τη Μίκι τη Φακιδομύτη, αλλά δεν ήταν τόσο σκανταλιάρα και φασαριτζού.
Ηταν έξυπνη, ήξερε όλους και όλα γύρω της, πρόθυμη να κάνει μικροθελήματα στις γειτόνισσες.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό που την ξεχώριζε απ' τ' άλλα παιδιά, εκτός απ' τις κοτσίδες της, ήταν και τα μεγάλα τσόκαρα που φορούσε και μ' αυτά αλώνιζε τη γειτονιά τάκα - τάκα - τάκα.
Αυτά έδιναν και το σήμα της παρουσίας της κάπου.
Πολλές φορές της φεύγανε και γύριζε σαν το λελέκι στο ένα πόδι και τα περιμάζευε απ' τις λάσπες.
Μα, όπου κι αν πήγαινε, κατάληγε στο πεζοδρόμιό μας.
Εκείνο ήταν το τακτικό στέκι της.
Πού την έβρισκες, πού την έχανες, που λέει ο λόγος, εκεί αυτή!
Εκεί έπαιζε σχοινάκι και κουτσό.
Είχε στην τσέπη της και μια πλακερή πετρούλα για αμάδα και δώσ' του να την κλοτσά από τετραγωνάκι σε τετραγωνάκι τάκα - τάκα - τάκα.
Τη συνηθίσαμε και την αγαπούσαμε τη Μαρίτσα.
Τακτικά την παίρναμε πάνω και τη φιλεύαμε.
Η γυναίκα μου βάλθηκε να την περιμαζέψει λίγο, της έπλεκε τις κοτσίδες της και τις έδενε με κορδέλες και πιαστράκια κοκάλινα, που είχαν πεταλούδες και πασχαλίτσες. Πολλές φορές, αν δεν ακούγαμε τα τσόκαρά της να χτυπάνε ρυθμικά στο πεζοδρόμιο, ανησυχούσαμε.
Κι εμένα μου άρεζε να γράφω και να διαβάζω ακούγοντας έξω τις φωνές των παιδιών και τα τσόκαρα της Μαρίτσας να χτυπάνε στο πεζοδρόμιο.
Αγαπούσε πολύ τη γυναίκα μου τη δασκάλα.
Την περίμενε να περάσει στο δρόμο κι έτρεχε να της φωνάξει:
«Καλημέρα, κυρία Πιπίτσα!»
Επειτα άρχισε να 'ρχεται τα πρωινά να τη συνοδεύει ως το σχολείο και το μεσημέρι να 'ρχεται μαζί της ως το σπίτι.
Ηθελε μάλιστα να κρατάει και την τσάντα της!
Ετσι, αν και δεν είχε σχολική ηλικία, την κρατούσε η γυναίκα μου στο σχολείο της κι έπαιζε με τ' άλλα παιδιά.
Το 1939 η Μαρίτσα έγινε πια τακτική μαθήτρια.
Ηταν τώρα πιο συμμαζεμένη, αλλά ξεχώριζε πάντα με τις κοτσιδάρες της, το κουτσό και τα τσόκαρα.
Αυτό το παιδί που ήταν λίγο ιδιόρρυθμο και συμπαθητικό στην εμφάνισή του, μα που δεν ξεχώριζε και πολύ απ' τ' άλλα παιδιά, μας ξάφνιασε μια μέρα.
Μας έδειξε πόσο περισσότερο ώριμο ήταν απ' ό,τι φαινόταν.
Ηταν άνοιξη του 1939, στον καιρό της μεταξικής δικτατορίας.
Η Μαρίτσα είχε δυο μέρες να φανεί, ώσπου ξάφνου αργά το δειλινό της δεύτερης μέρας, τάκα - τάκα, μας ήρθε απ' την πίσω μεριά του σπιτιού, απ' την αυλίτσα.
Ανέβηκε τα σκαλάκια της κουζίνας και χτύπησε.
Σιγά - σιγά και κοιτώντας αν έκλεισε καλά η πόρτα, μας είπε τα νέα της:
«Κυρία Πιπίτσα, και χτες και σήμερα, εκεί στη γωνιά απέναντι στον κουρέα, κάθεται ένας κύριος με καπέλο και γυαλιά και κοιτάζει το σπίτι σας!»
Καταλάβαμε... Η Μαρίτσα συνέχισε:
«Χτες πήγα κοντά του κι έπαιζα κουτσό. Με ρώτησε: Αυτό είναι το σπίτι της Πιπίτσας της δασκάλας; Οχι, του είπα, δεν ξέρω. Εκεί κάθεται η μπακάλαινα, η κυρά Σμαρώ! Τα είπα όλα στη μαμά μου και μου είπε να 'ρθω γρήγορα να σας τα πω, είναι, λέει, χαφιές!»
Είναι αλήθεια πως στον καιρό της 4ης Αυγούστου είχαμε τακτικά τέτοιες επισκέψεις και το... φύλακα - άγγελό μας, το χαφιέ που μας παρακολουθούσε.
Δεν έλειπαν βέβαια και οι κλήσεις στην ασφάλεια «...δι' υπόθεσίν σας!» - τα γνωστά.
Τη ρωτήσαμε τη Μαρίτσα τι είναι χαφιές και αυτή το μάθημα το 'ξερε απ' έξω:
«Ενας αστυνόμος, που φοράει ρούχα σαν τους άλλους άντρες, που παρακολουθάει τους ανθρώπους!»
Κι άλλη φορά μας ειδοποίησαν οι γειτόνισσες.
Ο κόσμος γύρω μάς προστάτευε.
Προσφυγομαχαλάς η γειτονιά μας, πολυβασανισμένη εργατιά, δοκιμασμένη στα κυνηγητά και τις ασφάλειες.
Είχε αποχτήσει δικό της αισθητήριο, μυριζόταν από μακριά το μυστικό, το χαφιέ.
Λαός μπεσαλής, ποτέ δεν πρόδινε, βοηθούσε πάντα τον αδικημένο, τον κυνηγημένο, τον παράνομο.
Οι αστυνομικοί δε βρίσκανε άκρη, οι γείτονες δε βγάζανε μιλιά ή τους παραπλανούσανε...
Αμ, εκείνα τα σπιτάκια δώθε και κείθε απ' τη λεωφόρο και κάτω στο ρέμα με τις παράγκες, τις κρυψώνες σαν καστοροφωλιές.
Χαμηλά, κολλητά το 'να με τ' άλλο, με αυλίτσες και εξόδους απ' όλες τις μεριές. Εμπαινες μέσα, σ' ανοίγανε αμέσως όταν έλεγες πως σε κυνηγάνε, κι από αυλή σε αυλή, μέσα από κάτι τυφλόπορτες, από τις χαμηλοσκεπές και τις ταρατσούλες που συγκοινωνούσαν μπορούσες να φτάσεις ως την άκρη του Συνοικισμού.
Κανείς δε σ' έβρισκε, πάει, χανόσουνα.
Ως και ρούχα σου δίνανε κι άλλαζες.
Ο λαός σ' αγκάλιαζε.
Γι' αυτό και στην κατοχή, στην αντίσταση, οι αγωνιστές μας, οι διωκόμενοι, μπορούσαν εκεί και κρύβονταν.
Και τα παλικάρια του ΕΛΑΣ να πολεμάνε και να μην πιάνονται.
Μέσα σ' αυτή τη γειτονιά μεγάλωσαν τα παιδιά μαζί και η Μαρίτσα.
Εκεί δοκιμάστηκαν κι ωρίμασαν.
Εκεί ήταν για τη νεολαία το μεγάλο σκολειό της ανάγκης, της φτώχειας, του κατατρεγμού και των λαϊκών αγώνων.
Εδώ ετοιμάστηκαν, από 'δώ ξεπήδησαν τ' αετόπουλα κι οι ΕΠΟΝίτες, που έγιναν αργότερα ΕΑΜίτες και ΕΛΑΣίτες, αγωνιστές του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα.
Εδώ τα παιδιά έμαθαν να ξεγελάνε τους χαφιέδες, να τρυπώνουν παντού σαν καστορόπουλα. Ετσι κατάφερναν να κρύβουν τους διωκόμενους, να περνάνε τα μπλόκα, να φέρνουν μηνύματα, να γράφουν συνθήματα στους τοίχους και να τα διαλαλούν με το χωνί.
Ακόμα πολλές φορές κουβαλούσαν τρόφιμα και πολεμοφόδια στους ΕΛΑΣίτες που πολεμάγανε γύρω και πολλές φορές να παίρνουν κι αυτά το βάφτισμα της μάχης.
Εφτασε πια το καλοκαίρι του '44, πρώτες μέρες του Αυγούστου.
Οι μεγάλες επιθέσεις, τα «ντου», όπως τις έλεγε ο λαός, και τα μπλόκα των γερμανοτσολιάδων ενάντια στις ανατολικές συνοικίες είχαν ξεθυμάνει.
Η Καισαριανή, η Ανάληψη, ο Βύρωνας κι ο Υμηττός ήταν πια ελεύθερες - πολιορκημένες γειτονιές.
Τα σύνορα με τη γερμανοκρατούμενη Αθήνα, η «κόκκινη γραμμή», όπως λέγαμε τότε, ήταν σχεδόν στο Στάδιο κι από δώθε στην παλιά γέφυρα του Ιλισσού, στη Διοχάρους.
Μα οι ταγματασφαλίτες, λυσσασμένοι γιατί τόσες φορές σπάσανε τα μούτρα τους στις μεγάλες επιθέσεις της άνοιξης, δεν ησυχάζουν.
Κάπου - κάπου μάς θυμόντανε, επιχειρούσαν ξαφνικές σύντομες επιδρομές και μέρα μεσημέρι ακόμα... έρχονταν γρήγορα - γρήγορα με καμιόνια, πυροβολώντας δεξιά και αριστερά.
Δεν ξανοιγόντανε βαθιά στη γειτονιά, κυκλοφορούσαν μόνο στην κεντρική λεωφόρο, χτυπούσαν στην τύχη και κάνανε πλιάτσικο.
Ο ΕΛΑΣ κινητοποιούνταν αμέσως και τους έδινε ένα γερό μάθημα.
Γρήγορα τα μαζεύανε και ντροπιασμένοι φεύγανε.
Ενα τέτοιο ξαφνικό «ντου» έγινε Κυριακή.
Τη μέρα αυτή θα γίνονταν στα σχολεία, πάνω, τα εγκαίνια ενός πρότυπου συσσιτίου για παιδιά.
Είχαν εξασφαλίσει οι δικοί μας κρέας, πατάτες και φρούτα.
Τα παιδιά είχαν ειδοποιηθεί με τα χωνιά αποβραδίς να 'ρθουν το μεσημέρι στις 12.
Από πολύ νωρίς, όμως, απ' τα χαράματα, είχαν μαζευτεί στο σχολείο η οργανωτική επιτροπή του συσσιτίου, πολλοί ΕΠΟΝίτες και ΕΠΟΝίτισσες για να βοηθήσουν και μερικά στελέχη από τις μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις.
Μαζί τους ήταν και η γυναίκα μου, που είχε φύγει πρωί - πρωί απ' το σπίτι.
Ξαφνικά, κατά τις 10, φωνές ακούστηκαν, άνθρωποι τρέχαν στα στενά...
«Ερχονται οι τσολιάδες!»
Σε λίγο, ο θόρυβος που κάνανε τα καμιόνια και οι πρώτες τουφεκιές στη λεωφόρο.
Ο ΕΛΑΣ, το τάγμα της Καισαριανής, κινητοποιήθηκε στο μεταξύ και τους χτυπάει απ' τα στενά κι απ' τις γωνιές.
Τα χωνιά χαλάνε τώρα τον κόσμο απ' του Κόλια πέρα, γύρω απ' τους λόφους:
«Αδέρφια, χτυπάτε τους φασίστες, χτυπάτε τους προδότες, ούτε σπιθαμή να μην μπουν στη γειτονιά μας».
«Φύγετε, φασίστες, πετάτε τα όπλα...».
«Η ώρα είναι 12 παρά 5', ο φασισμός πεθαίνει!» και άλλα.
Στην Παναγίτσα κωλώσανε τα καμιόνια.
Οι ταγματασφαλίτες έκαναν μια ώρα για να προωθηθούν λίγο, δυο δρόμους κάτω απ' τα σχολειά, κι εκεί σταμάτησαν.
Πιάσανε τις γωνιές της λεωφόρου, οχυρώθηκαν και το λιανοτούφεκο δούλευε.
Στα σχολειά τους ειδοποίησαν έγκαιρα τους ανθρώπους μας απ' την άλλη μεριά.
Ρίξανε τότε αυτοί μερικούς κουβάδες νερό στις φωτιές, κατεβάσανε τα καζάνια και πηδώντας τη χαλασμένη μάντρα από πίσω, χάθηκαν πέρα στα στενοσόκακα και κρύφτηκαν στα χαμόσπιτα και στις παράγκες.
Οι τσολιάδες, φαίνεται, δεν είχαν ιδέα ότι γινότανε συσσίτιο εκεί και ότι ήταν μαζεμένοι πολλοί δικοί μας. Αλλιώτικα θα μπορούσαν να τους πιάσουν σαν τα ποντίκια, θα θρηνούσαμε θύματα.
Αλλά ποιος να τους πληροφορήσει;
Προδότες δεν υπήρχαν εκεί πάνω.
Ετσι δεν κινήθηκαν προς τα σχολειά, άλλο σκοπό είχαν, όπως θα πούμε πιο κάτω.
Η γυναίκα μου, στο μεταξύ, ανησύχησε για μένα, που είχα μείνει στο σπίτι.
Πάντα κρυβόμασταν τέτοιες στιγμές.
Τελευταία δουλεύαμε φανερά και σαν δάσκαλοι ήμασταν πολύ γνωστοί στη γειτονιά.
Στο σχολείο επάνω ήτανε για το συσσίτιο και η Μαρίτσα με τη μητέρα της.
Η μητέρα της είχε τώρα υπεύθυνη θέση στην Αλληλεγγύη και η Μαρίτσα είχε γίνει ΕΠΟΝίτισσα.
Μιλήσανε με τη γυναίκα μου κι εκείνη της είπε:
«Θα στείλουμε στον άντρα σου τη Μαρίτσα, θα τα καταφέρει. Γράψε ένα σημείωμα».
Της το 'πανε κι εκείνη πήδηξε απ' τη χαρά της.
Ο κίνδυνος ήταν στο πέρασμα της λεωφόρου.
Ψυχή δεν περνούσε, κι οι τσολιάδες, με τ' όπλο στο χέρι στις γωνιές, ρίχνανε και στις σκιές ακόμα.
Η Μαρίτσα δε σύρθηκε απ' τις άκρες, άρπαξε τα τσόκαρα στα χέρια της, τα σήκωσε ψηλά και ξυπόλυτη ξεπετάχτηκε στη μέση, κατάφατσα με τον τσολιά που φύλαγε απέναντι. Εκείνος σήκωσε το όπλο αυτόματα, αλλά σταμάτησε, δίστασε...
Θέλεις ότι είδε ένα παιδί να τρέχει με τόση αποκοτιά προς το μέρος τους, χωρίς φόβο και καμιά προφύλαξη, θέλεις να σκέφτηκε, τρελό θα 'ναι, δεν μπορεί...
Οταν η Μαρίτσα έφτασε κοντά του στάθηκε και κρατώντας ακόμα τα τσόκαρα ψηλά τον κοίταζε σαν... χαζή.
Εκείνος ούρλιαξε:
«Πού πας, μουρή, γαμώ τη μάνα σου, δε φοβάσαι;»
«Δε φοβάμαι, δεν κρύφτηκα...».
Κλαψούρισε η Μαρίτσα.
«Πού ήσουνα, μουρή;»
«Στην εκκλησία!» είπε η Μαρίτσα.
«Αμε στο διάολο, χάσου!» και κινήθηκε να της δώσει μια κλοτσιά, αλλά η Μαρίτσα καπνός.
Στο σπίτι μας ήρθε απ' την άλλη μεριά, αφού πείστηκε πως ο τσολιάς δεν κοίταζε κατά 'δώ.
Ακουσα τα τσόκαρά της και την είδα μέσα από τις γρίλιες.
Ανησυχούσα, δεν ήξερα τι γίνεται.
Οι γειτόνισσες με φωνάζανε:
«Φύγε, κυρ-Κώστα, όλοι οι άντρες φύγανε...!».
Μόλις και με πρόλαβε η Μαρίτσα, άνοιξα γρήγορα.
Εκείνη τράβηξε τη μια κοτσίδα της εμπρός, άνοιξε το πιαστράκι με την πασχαλίτσα κι έβγαλε ένα μικρό σβώλο χαρτάκι.
Εριξα μια ματιά, το σημείωμα συμβολικό, κατάλαβα.
Το πέταξα στη λεκάνη, άρπαξα τη Μαρίτσα και φύγαμε περνώντας απέναντι απ' τη δεξιά μεριά.
Από 'κεί φτάσαμε στον άλλο δρόμο, είμαστε πια ασφαλισμένοι.
Εστειλα τη Μαρίτσα στο σπίτι της, ειδοποίησα τις γυναίκες δυο άλλων δικών μας που ήταν στο σχολειό και κρύφτηκα στο σπίτι που μου έγραφε η γυναίκα μου.
Το σημερινό «ντου» είχε κι άλλο σκοπό.
Οι ταγματασφαλίτες βγάλαν δυο περιπόλους και ψάχνανε για κάποιους δικούς μας δεξιά κι αριστερά στα πρώτα σπίτια με τ' αυτόματα στο χέρι.
Είχαν φέρει έναν κατάλογο απ' την Αθήνα με ονόματα χωρίς διευθύνσεις και άλλες πληροφορίες.
Φυσικά, δεν είχαν βρει ντόπιο προδότη, γιατί αλλιώτικα θα βρίσκαν τουλάχιστο τα σπίτια μας, που τα περισσότερα ήταν εκεί γύρω κοντά.
Λυσσάξανε, δεν κάναν τίποτα.
Ο λαός μας περιφρούρησε.
Αχνα δε βγάλανε.
Αλλοι λέγαν δεν άκουσαν τέτοια ονόματα, άλλοι τους παραπέμπανε σ' άλλες γειτονιές, «μπορεί στο Παγκράτι...», άλλοι «φύγανε απ' τη γειτονιά» κ.λπ.
Επίμονα ζητούσαν και τη γυναίκα μου την Πιπίτσα Καλαντζή, τη δασκάλα!
Και να, το 'φερε ο διάολος και πέσανε πάνω σ' έναν Καλαντζή.
«Εδώ είναι!»
Αλαλάξανε από χαρά.
Οι άνθρωποι εκεί, τόσο καλοί, δικοί μας, δεν τα χάσανε.
«Δεν έχουμε καμιά δασκάλα. Να οι ταυτότητές μας, εγώ είμαι παλαιοπώλης στην Αθήνα κι η γυναίκα μου νοικοκυρά. Πρώτη φορά ακούμε πως υπάρχει και δασκάλα Καλαντζή!...»
Οι τσολιάδες βιάζονταν, δεν είχαν καιρό για τακτική ανάκριση.
Ανήσυχοι γιατί το τουφεκίδι ξαναφούντωνε τα μαζέψανε και φύγανε βρίζοντας:
«Παλιοτουρκόσποροι, παλιοκουκουέδες, θα σας φάμε!»
Αυτοί οι καθαρόαιμοι Ελληνες!... ας είναι.
Νωρίς η γειτονιά ξαναβρήκε το ρυθμό της.
Εμείς οι άμαχοι βγήκαμε απ' τους κρυψώνες κι ανταμώσαμε.
Κάτω στην «κόκκινη γραμμή» οι σκοποί μας πήραν τη θέση τους.
Στις εξώπορτες στηθήκαν τα πρώτα πηγαδάκια.
Σε λίγο, με το σούρουπο, οι ΕΠΟΝίτες και τ' αετόπουλα κάναν παρέλαση στα σοκάκια τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια και τα χωνιά κελαηδούσαν ως τα μεσάνυχτα.
Τη Μαρίτσα την είδαμε δυο-τρεις φορές ακόμα και μάθαμε τα κατορθώματά της.
Ηταν τότε η πιο μικρή ΕΠΟΝίτισσα της γειτονιάς μας, κοντά 11 χρονών.
Τελευταία, στις 12 του Οκτώβρη, ήταν μαζί μας, όταν κατεβήκαμε όλος ο λαός στο Σύνταγμα να γιορτάσουμε την απελευθέρωση.
Είχε ψηλώσει, δεν ήταν πια το ασουλούπωτο εκείνο πλάσμα, πολύ άλλαξε.
Τώρα φορούσε πέδιλα και στις κοτσίδες της κάτι μεγάλοι κόκκινοι φιόγκοι φαντάζανε σαν γιγάντιες φλογάτες παπαρούνες.
Φορούσε περιβραχιόνιο της ΕΠΟΝ και βάδιζε περήφανη, παραστάτης πλάι στο σημαιοφόρο της οργάνωσης των νέων.
Υστερα ήρθε ο εμφύλιος, σκορπίσαμε...
Πέρασαν τριάντα οχτώ χρόνια.
Εκεί πάνω στη γειτονιά, όλα τώρα αλλάξανε.
Ρώτησα, μα δεν ήξερε κανείς ούτε και για την οικογένειά της τίποτε...
Αλλα κουραγιο...
υσ Κυριακή 27 Νοέμβρη 2011 ριζοσπαστης
Ο Κώστας Καλαντζής (Θεσσαλός) γεννήθηκε στον Αλμυρό του Βόλου το 1911. Από νέος ασχολήθηκε με τα Γράμματα.
Στην Αθήνα συνεργάστηκε με τον λογοτέχνη Μελή Νικολαΐδη στην έκδοση του περιοδικού «Πνευματική Ζωή» και με τον παιδαγωγό Κώστα Σωτηρίου στην έκδοση του περιοδικού «Παιδαγωγική».
Το πρώτο του βιβλίο είναι η ποιητική συλλογή με τίτλο «Το τραγούδι του βουνού» (Αθήνα 1937). Πολλά διηγήματα, ποιήματα, ιστορικές μελέτες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις του δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του '30 σε εφημερίδες και περιοδικά, όπως «Πνευματική Ζωή», «Νεοελληνικά Γράμματα», «Νέα Εστία», «Κυπριακά Γράμματα», «Θεσσαλικά Χρονικά» και άλλα.
Η Κατοχή βρήκε τον Κώστα Καλαντζή δάσκαλο στην Καισαριανή, μαζί με την γυναίκα του Πιπίτσα Βακαρέλλη κοντά στην αείμνηστη παιδαγωγό Ρόζα Ιμβριώτη στο Πρότυπο Ειδικό Σχολείο για τα καθυστερημένα παιδιά.
Πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση (διαφώτιση ΕΠΟΝ, ΕΑΜ δασκάλων, ΕΑΜ της συνοικίας). Τα ποιήματα τα εμπνευσμένα από τον αγώνα που έγραψε την περίοδο αυτή δημοσιεύτηκαν το Σεπτέμβρη του 1944 στη συλλογή «Καισαριανή».
Ο Κώστας Καλαντζής υπήρξε μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1986.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΑΘΑΝΑΤΟΙ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαστορα καλησπερα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραιότατο Ιστορικό, και ηρωικό
ΑπάντησηΔιαγραφήανάγνωσμα!
Καληνύχτα...
Frezia καλημερα, ευχαριστω για τα καλα σου λογια...
ΑπάντησηΔιαγραφή