Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011
ΑΓΑΝΤΑ...
ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΣΠΙΤΙΑ
Εκείνα τα μεγάλα σπίτια στις εξοχές της Αθήνας μέσα στους ανθόκηπους και τις πρασινάδες, οι δροσερές Φιλοθέες, Κηφισιές, πολλά χρόνια τώρα γεμίζουνε ξένους, γεμίζουνε, αδειάζουνε, τα διαλέγουνε οι ξένοι όλοι τούτοι που έρχουνται «για το καλό μας», κανείς δεν έρχεται γι’ άλλο σκοπό.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι από τα «καλά» πήρανε μια μικρή από επαρχία, για την ασπρική, μια λιγομίλητη, ούτε νόστιμη ούτε άσκημη, μόνο που βαστούσε το λαιμό της στητό σα να βαστούσε κανένα σταμνί στο κεφάλι.
Στο χρόνο μέσα πήρε άδεια 8 μέρες. Μα δε γύρισε τη μέρα που έπρεπε. Άλλοι του προσωπικού τη δικαιολογούσανε : «Τα εμπόδια είναι για τους ανθρώπους». Μια «έμπιστη» καμαριέρα όμως μπαινόβγαινε σα φουρτουνιασμένη όρνιθα, έλεγε της Κυράς εκείνα τα σιγανά και τα φαρμακωμένα, που αρέσουνε στους ξένους : «Κακομοίρα Βάσω, πουρ Βάσω, νο, νο λοβ-γιου, μακάρι λοβ-γιου, αυτή πολιτίκ μπαμ μπαμ κουκουέ…».
Τέλος η Βάσω γύρισε. Πρωί πρωί μπρος το ντουλάπι της ασπρικής μετρούσε τα σεντόνια, το πρόσωπο της πιο άσπρο απ’ τα σεντόνια.
Η κυρά ζύγισε καλωσύνη και αυστηρότητα σα δυο χάπια κατάλληλα για την περίσταση, της είπε: «Ξέχασες να φορέσεις την άσπρη σου ποδιά, όπως ξέχασες και ποια μέρα τέλειωσε η άδεια σου…».
Η Βάσω σήκωσε κείνα τα κουκουλωτά της μάτια και την κοίταξε, φάνηκε της κυράς πως άξαφνα δεν ήταν πια κυρά, πως βρέθηκε πεταμένη έξω. Πάλι όμως χαμήλωσε τα μάτια η Βάσω, ήρθανε όλα πάλι στη θέση τους. Σαν έκλεισε όμως ο μήνας είπε η κυρά στον άντρα της πως δεν χρειάζεται πια η βοηθός της καμαριέρας, «Φάιν», λέει αυτός «οκέυ, αγάπη μου».
Άμα έφυγε η Βάσω, έγινε συζήτηση, έλεγε η έμπιστη καμαριέρα πως η κυρία θέλει το καλό μας, την τάξη. Ο σωφέρ βροντά κάτω έναν κουβά που γέμιζε για να πλύνει τ’ αυτοκίνητο, κολλά στα μάτια του μια μούντζα : «Να, να…» κι άλλη μούντζα προς τα πάνω… « και να, η τύφλα μας κι η τύφλα σας…»
Τώρα φύγαμε απ’ τις πρασινάδες, ήρθαμε στους άδεντρους λόφους της Αθήνας, όπου τα μονόσπιτα με τα παραθυράκια τους κολλητά, φαίνουνται σαν πετρωμένα σφουγγάρια. Τη νύχτα σχεδιάζεται και φέγγει κάθε λόφος με τα φωτάκια του. Εδώ άλλος αέρας, άλλος πόνος…
Εδώ συναντηθήκανε λοιπόν, στη Λαϊκή Αγορά η Βάσω κι η πλύστρα του «καλού» σπιτιού. Αυτή τη διώξανε άμα τους ήρθε απ’ την Αμερική το πλυντήριο. Η Βάσω τώρα πουλά διάφορα νάυλον, φορτώνεται δυο τζάντες ασήκωτες, ξεδιπλώνει και ξαναδιπλώνει την πραμάτεια, σκύβει σηκώνεται μπρος σε πελάτες, πότε βγάζει κάτι λίγα, πότε τίποτα, ούτε τα ναύλα. Η πλύστρα την πήρε στο ασουβάντιστο σπιτάκι της να ξεκουραστεί. Κανένα καφέ, είπανε τις ιστορίες της.
Ιστορία της Βάσως : «Δυο αδέλφια μας επιστρατευτήκανε στον Αλβανικό. Βλέπαμε και με τα μάτια μας τον πόλεμο, περνούσε στον κάμπο κάθε νύχτα στρατός, κανόνια τραβούνε προς τα πάνω. Καμιά φορά βλέπομε τραβούνε προς τα κάτω ανάποδα, φοβηθήκαμε. Ο σταθμάρχης απ’ το Κεφαλοχώρι στέλνει ντελάλη κι από κοντά του ένας χωροφύλακας, φωνάζουν πως τώρα μας πολεμούν κι οι γερμανοί, μας τσάκισαν, αν περάσουν άγγλοι να τους πιάσωμε, τάχα έτσι θα γλυτώσωμε. Μας θόλωσε ο νους…Μία νύχτα παρουσιάστηκε ο Μεγάλος μας μ’ άλλα 5-6 παιδιά, το μάτι τους αγριεμένο μας λέει : «Δεν γνωρίζεται σύμμαχος από εχθρός, μη μιλάτε, βουβαθείτε».
Πέσαμε να σπείρωμε τίποτα να προλάβωμε τα όψιμα, ζευτήκαμε δυο αδελφές στ’ αλέτρι, μας πήραν τα ζα στην επιστράτευση.
Το καλοκαίρι κάποιος θεριστής από άλλο χωριό παράγγειλε και συναχτήκαμε στ’ αλώνια, πρώτος αυτός μας είπε : «Μη παραδεχτείτε τη σκλαβιά, θα πολεμήσωμε κλέφτηκα, θα λεφτερωθούμε». Κι άλλα τέτοια πολλά. Σου ’παιρνε την ψυχή άμα μιλούσε. «Κι οι κοπέλλες μπροστά, σας καλούμε όλους, όλες. Έτσι ακούστηκε το ΕΑΜ… πού είσαι, αδελφέ μου, να ιδείς τα όμορφα και τα δίκαια… θυμούμαστε το Δεύτερο, που δε γύρισε απ’ το Μέτωπο, έλεγε κι αυτός κάτι τέτοια, σαν πήγε να μάθει τσαγκάρης.
Παρά ύστερα συζητήθηκε να πάρωμε τα ζα των χοντρονοικοκυραίων να κάνωμε χωράφι με τη σειρά, αυτωνών δεν τα πήρε η επίταξη, λοιπόν ειδοποιήσανε αυτοί, πλάκωσε απόσπασμα τσολιάδες και γερμανοί κάνανε μπλόκο. Το χωριό ειδοποιήθηκε από δικό μας άνθρωπο∙ άδειασε, μείναν οι κολασμένοι, πίναν ρακί και με το γερμανό αξιωματικό, γυρεύανε τους πατριώτες.
«Μαρτύρα και συ μωρ’ θειάκω Παγώνα, αυτοί να λείψουνε κάμποσοι που χαλνούν το χωριό» είπαν της μάνας μας που περνούσε, τους λέει αυτή: «Εγώ τί να μαρτυρήσω απ’ το χαλασοχωριό; Εγώ δεν ξέρω πού είναι τα παιδιά μ’, το βιο σας θα φυλάξω;».
Και τους βλαστήμησε σκατόψυχους και την σκοτώσανε με μπαλτά, στη μέση καταμεσίς στην αγορά, εκεί την αφήσανε, νύχτα πήγανε δυο γειτόνισσες διώξανε τα σκυλιά και τη σηκώσανε, σα φύγαν τ’ αποσπάσματα. Κι ο Μεγάλος μας παρουσιάζεται σε δυο μέρες, καθαρίζει το μυλωνά που είχε πετάξει την κουβέντα εκείνη της μάνα μας, τον φώναξε στην πόρτα του και τον καθάρισε. Ύστερα χτύπησε την καμπάνα είπε να ’χει εμπιστοσύνη ο κόσμος, να ’χει τα θάρρη του στη λαϊκή εξουσία, δε θ’ αργήσει να τιμωρηθεί κάθε προδοσία, μίλησε στην πλατεία, οι καρδιές ξεπετούσανε. Ύστερα βγήκαν κι άλλοι στο βουνό. Πήγα κι εγώ κι άλλες 4 κοπέλλες κι η αδερφή μου, που απόμεινε σαν παραλογιασμένη απ’ το φονικό της μάνας μας-πού να μείνει; Να πάθει και καμιά χειρότερη προσβολή…
Πώς πορευτήκαμε, μη ρωτάς χειμώνα καιρό, που φεύγουνε κι οι λύκοι… Πού να ιδείς όμως σύναξες και συνοδείες και δικαιοσύνες και διανομές, δε ζεστάθηκε ούτε μέρα ούτε νύχτα το κορμί μας, ρούχο στεγνό σάπιο, μα κι ο αγώνας αγώνας, παγάνες, ενέδρες, χτυπούσαμε φάλαγγες, φυλάκια, με την ανακωχή των ιταλών, παραλάβαμε όπλα ιταλικά ολόκληρα φορτία, γυμναστήκαμε και στα όπλα.
Το καλοκαίρι πάλι στείλαμε είδηση στα χωριά πως θα θερίσωμε λαός και αντάρτες μαζί: τόσα δρεπάνια, τόσα τουφέκια, χέρια πολλά – μια γνώμη, ευλογία, με τ’ όπλο ανάρτηση, θέρισμα, στίβαγμα, φόρτωμα και πόλεμο.
Εκεί μας φανερώθηκε και ο Μικρότερός μας, έφερε και δυο αρνιά να φάμε. Ήθελε να μείνει πια κοντά μας. Μας είπε πως κάψανε πρώτο πρώτο το σπίτι μας «θα χτίσωμε άλλο καλύτερο, ε αδερφή;» αξέχαστη ζωή …
Τέλος έδωσαν πιάσαν φεύγαν οι γερμανοί, φεύγανε, καίγανε, δώσανε μάχες στη γραμμή του τρένου, έξω από τη Κρυόβρυση πληγώθηκε βαριά κι ο Μικρός μας αυτός. Λάβαμε διαταγή να κατέβωμε στον τάδε σταθμό του τραίνου, πετούσαμε και κατεβαίναμε «πήρε τέλος η σκλαβιά» … Εκεί σ’ ένα φυλάκιο με φωνάξανε, είδα το Μικρό μας ξαπλωμένον σε κλαριά, πευκόκλαρα, μόνο πως ανάσαινε, το στήθος του γαζωμένο από πολυβόλο. Του ’βρεξα το στόμα με λίγο νεράκι, ξεψύχησε σαν πουλάκι. Τον θάψαμε, του ρίξαμε και τρεις μοβροντιές. Τραβήξαμε. Όπου πηγαίναμε καμπάνες, τραγούδια δεν μπορούσα να χαρώ, δεν μπορούσα και να κλάψω …
Γυρίσαμε πάλι στα ορεινά μας χωριά. Στο Κεφαλοχώρι πάλι ο ίδιος σταθμάρχης που πρόσταζε να παραδώσωμε τους εγγλέζους, τώρα με τους εγγλέζους νύχι και κρέας, κάνει διανομές, γράφει ξεγράφει, αυτό τ’ αλεύρι, αυτός τα ρούχα. Πήγαν οι δικοί μας: «Δε σας γνωρίζω φέρτε ταυτότητες» τους λέει. – «Εμάς δε γνωρίζεις; Για τήρα μας καλά …». Ο Μεγάλος μας ήτανε καπετάνιος σ’ άλλη περιφέρεια, καπετάν Δίκιος είχε ακουστεί, τούς λέει: « Ξέρομε κι από διανομές, να, η κατάσταση» και δείχνανε την κόλα, κάπου την οικονομήσανε τη γράψανε όμορφα και καθαρά. Μα κείνος ο σταθμάρχης κι ο εγγλέζος με το δραγουμάνο ψι ψι, σκίζει την κόλα τούς λέει να ‘ρθει ο προπολεμικός Πρόεδρος της Κοινότητας, δηλαδή ο Παλουκοθύμιος, που έφερε τους γερμανούς, άνοιξε μάλιστα τώρα μπακάλικο και το τεφτέρι του με τα παλιά βερεσέδια – το λέγαν και δεν το πιστεύαμε. Ο αδερφός μου αυτός ο Τάσος, τους λέει «Πάμε δε θα δώσωμε αφορμή …» λέει, το μούτρο του συνεφιασμένος ουρανός.
Ύστερα έγινε ο Δεκέμβρης στην Αθήνα, μάθαμε για τις μάχες, περάσανε προς τα πάνω οι συναγωνιστές της Αθήνας, γέροι, νέοι, γυναίκες με τα γοβάκια, με τα σακάκια μες τα χιόνια. Και καρδιές φωτιά.
Ύστερα έγινε η συμφωνία να παραδώσουνε τα όπλα, ε Χριστέ μου τότες να ιδείς δάκρυ αντρίκιο, μολύβι το παράπονο δεύτερη κατοχή και πιο πικρή. Ύστερα μοιράσανε και όπλα, όχι μόνο κονσέρβες στους Δεξιούς. Τότες οι εθνοφύλακες πέσανε στο χωριό μαυρίσανε τα μαυρισμένα, ρημάξανε πάλι τα ρημαγμένα, πάλι τα βουνά βρόντηξαν και πάλι πείνες, ποιος θα καματέψει, ποιος θα σπείρει αριστερός, δεξιός ; Και δύο βόδια μας βρέθηκαν λογχισμένα. Φύγαμε μ’ άλλα 4 παιδιά νύχτα, ήρθαμε στην Αθήνα, έμεινα σ’ ενούς κουμπάρου μας, είχε περίπτερο, με πήρε από ντροπή μα είχε φόβο από ρουφιανιά, έτρεμε. Σαν μου είπε για το αμερικάνικο νοικοκυριό ένας γαλατάς χωριανός μας, πήγα. Μα πίσω μας τι γίνεται ; Την αδερφή μου της βγάλαν το μάτι από το ξύλο και γυρίζει, εμένα με γυρεύουνε. Το όνομα του αδερφού μου το γράψανε οι εφημερίδες πολεμά, κρύβεται στο τάδε δάσος έπιασε ομήρους εθνοφύλακες, αχ αδερφέ μου, σταυραητέ μου, το ψωμί που τρώω εδώ πολύ πικρό …
Μια Κυριακή πάω στου κουμπάρου το περίπτερο, μου λέει πως του αδερφού μας αυτουνού του καπετάνιου η γυναίκα, από ανταρτοχώρι της Θεσσαλίας, είχαν κάνει και γιο, έστειλε είδηση πως κινδυνεύει, να την προλάβωμε να την πάρωμε, όπως τα ‘λεγε ο κουμπάρος αγρίευε, να μην ξαναπατήσω ποτέ στο περίπτερο πια στο περίπτερο, ούτε γω, ούτε άλλος – τί να κάνω ;
Με το θάρρος που υπηρετώ σε ξένο σπίτι, πάω στην Ασφάλεια, δίνω τη σύσταση μ’ όνομα ψεύτικο, μου δώσανε άδεια για το χωριό, κίνησα. Πέρασα σύρματα, μπλόκα, εγγλέζους, Μάηδες με τα κόκκινα σειρήτια με τα γαλάζια. Φτάνω, αχ με τι καρδιοχτύπια, βρίσκω τη νύφη δεν είχε πια πνοή, δεν άνοιγε την πόρτα της. Το παιδί όμως σα φεγγαράκι γεμάτο, και τι δεν του οικονομούσε, ως και γάλα γαϊδουρίσιο ακούς …Την ίδια νύχτα φύγαμε, τυλίξαμε μια ραφτομηχανή, τη ζαλώθηκα στις πλάτες, δεν τη άφηνε αυτή. Μας και μας γλύτωσε παρακεί, κοίταζαν πιο πολύ τη μηχανή στην πλάτη μας παρά εμάς, φτάσαμε σ’ έναν συμπέθερο της, δεξιός αυτός, όμως λυπήθηκε, μας στο καλύβι με τ’ άχυρα. Χάριν της μηχανής, η συμπεθέρα έφερνε και κανένα κομμάτι μπομπότα. Το παιδί φύρανε, κλαψούριζε, κάθε ώρα έβγαινε η ψυχή μας απ’ το φόβο, αχ ούτε τ’ αγρίμια τέτοιο φόβο. Την άλλη, την παράλλη έρχεται ο συμπέθερος «να ’ρθείτε, που σας γυρεύει ο Νωματάρχης». Πάω εγώ. Τί να ’κανα.
Δε με ρωτήσανε τίποτα, φέρανε μια κόλα χαρτί μου λένε «υπόγραψε». Ξύλιασα πως μου γυρεύανε να αποκηρύξω. Ένας ξαναλέει «υπόγραψε πως σου παραδώσαμε το πεσκέσι …» δεν κατάλαβα. Στο γραφείο πάνω ήταν ένα καλαθάκι, τραβούνε μια παλιοπετσέτα, βλέπω αίματα, ένα σγουρό τσουλούφι… εγώ ήμουνα που το είδα, το γνώρισα ; Έφερα μπρος το χέρι, πιάνω το μολύβι βάνω υπογραφή, παίρνω αγκαλιά το καλάθι, πετάγομαι όξω.
Στο κατώι έχουνε αντάρτες φυλακισμένους, πώς πήραν είδηση ; Κρέμουνται απ’ τα σίδερα «γεια σου, γεια σου καπετάνιε αγωνιστή, ντροπή σας …». Οι Μάηδες πέσανε πάνω μου ν’ αρπάξουν το καλάθι, εγώ κόλλησα στον τοίχο, έβαλα κάτι κακές φωνές κι ο Νωματάρχης ντράπηκε; λυπήθηκε; Με στέλνει συνοδεία στον αχερώνα, με το καλάθι στο χέρι, μπαίνω μέσα με τα τέσσερα, λιγοθύμησα. Τη γυναίκα του άμα συνέφερα την είδα γονατιστή και ξεμαλλιασμένη, χάιδευε το καλάθι, τον έκλαιγε. Τον κλαίγαμε μαζί μουλωχτά μη μας ακούσουν. Το παιδί παρακεί αποκοιμισμένο σαν αρνάκι. Κλάψαμε και αυτόν και την αντρειωσύνη του, τον άλλον που δεν γύριζε καθόλου και το μικρό μας και τη μάνα μας και την παραλογιασμένη αδερφή κι έναν αδερφό της αυτηνής, σκοτωμένον… αχ σώνεται τέτοιο κλάμα … οι συμπέθεροι φευγάτοι ολότελα μη βρούνε μπελά. Την αυγή σκεπάσαμε το καλάθι με πετσέτα καθαρή, βάλαμε δύο κλωνιά σκοίνο γύρω γύρω, τον θάψαμε σε μιαν άκρη κοντά στα σκοίνα, ένας λάκκος όσο για ένα καινούργιο δεντράκι, αχ καημός, ολόκληρος λέοντας. Δε βάλαμε σημάδι μη μας τον προσβάλουνε, ούτε σταυρό. Την ίδια μέρα σήκωσαν τη γυναίκα του με το μικρό για εξορία. Τρύπωσα σ’ ένα φορτηγό, με λυπηθήκανε, άργησα δυο μέρες, πώς να τους εξηγηθείς, κυρά Παρασκευή ; Ούτε των πιο καλών η καλωσύνη τους δε φελά για μας …
- Δεν ήβρες αλλού δουλειά ;
- Με γυρέψανε στο διπλανό σπίτι μα θέλανε να τους βγάζω και τον σκύλο περίπατο …
Αλλα κουραγιο...
υσ Η Έλλη Παπαδημητρίου γεννήθηκε στα 1906 στη Σμύρνη και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου σπούδασε γεωπονία.
Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή : «Απόκριση», 1946, με ποιήματα από τη Μέση Ανατολή κατά τον πόλεμο, το θεατρικό : «Ανατολή», 1952, από τη Μικρασιατική Καταστροφή και το : «Ποιητική Γνώση», που κυκλοφόρησε το 1952 σε περιορισμένη έκδοση. Το 1961 εκδόθηκε το «8 τετράδια ποιήματα», το 1963 «Το βουνό», το 1964 το «Ελληνική Βοήθεια προς Αμερική» και το 1964 επίσης το «Ακούμε τη φωνή σου, Πατρίδα», σειρά από μαρτυρίες σε συνεργασία με 17 αφηγητές.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Όλα αυτά τα βίωσαν και άντεξαν οι πατεράδες μας..
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροχώρησαν και ξανάστησαν την Ελλάδα στα πόδια της...για να καταλήξουμε εμείς σήμερα πάλι στο ίδιο σημείο?
Καλημέρα Δημητράκη...τι καλημερα δηλαδή που μεσημεριάστηκα απο το χθεσινό μας ξενύχτι...:))
kariatida62 καλημερα, προχωργσαν και για το καλο του τοπου μας, ''βλεπεις'' η χωρα μας, κανει κακες παρεες και οπως ελεγαν οι παλιοτεροι, πες μου τους φιλους σου, για να σου πω ποιος εισαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑσε οτι ξενυχτησε με την ανταλαγη αποψεων, μην ξεχνας οτι η ''γειτονια'' μας ειναι μικρη και ''ακουγονται'', οσα ''λες'', διαβασα για κρυο και αγκαλιες και εισαι μια χαρα, μη τα ''φορτωνουμε'' ολα στην πολιτικη ''συζητηση''.
Τσαι, μπισκοτα και καλοριφερ...
Αγαπητέ Δημήτρη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΟύτε ψύλλος στον κόρφο μας με τα όσα έζησαν οι πατεράδες μας τα πέτρινα χρόνια. Εγώ γεννήθηκα με το που τέλειωσε ο εμφύλιος, και οι εμπειρίες τραυματικές, όπως και για τους περισσότερους που είχαν τη βούλα της αριστερής ιδεολογίας. Εύχομαι ποτέ να μην ξανάλθουν τέτοιες εποχές, να μην τους ξαναδώσουμε τέτοια περιθώρια εξουσίας. Χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση.
Scorpion49 καλησπερα, πετρινα χρονια αυτα που εζησαν, αλλα ειχαν ενα ''καλο'', εβλεπες τον εχθρο σου, ηξερες ποιος κανει τι, τωρα μετα την μεταπολιτευση, καταφεραν και θολωσαν για χρονια πολλα την κριση αρκετων συμπατριωτων μας και σαν να μην εφτανε αυτο προσπαθησαν και φυτεψαν στην ψυχη μας, οτι χειροτερο μπορει να εχει ενας ανθρωπος, την απονια, τον φιλοτομαρισμο, το ωχ αδερφε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνω μαζι σου, δεν πρεπει να ξαναζησουμε τετοιες εποχες, αν και ''καλημενα'' τις ζουμε, δες αυθερεσιες της αστυνομιας, ξυλοδαρμους, επιθεσεις με τα μηχανακια στους διαδηλωτες, περιθωριοποιηση μεγαλου κομματιου της κοινωνιας, ναρκωτικα σε εξαρση, κ.α.
Επαγρυπνηση και συνεχης ενημερωση, αγωνας ολο το εικοσιτετραωρο...
Μπράβο Μήτσο, τέτοια κείμενα θα πρέπει να βγαίνουν στην επιφάνεια όλο και συχνότερα. Όχι μόνο γιατί είναι η ιστορία του λαού μας που πάλεψε για την κοινωνική του απελευθέρωση με ανείπωτες θυσίες σε προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο, αλλά και γιατί αυτή η π....να η λήθη που θολώνει όπως λες και εσύ στο σχόλιό σου κρίση και μνήμες, δεν πρέπει να βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε αυτό το λαό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυρυτανα ιχνηλατη καλησπερα, συμφωνω, η ληθη ειναι γι'αυτους που μας ''κυβερνουν'', μεγαλο υπνωτικο και εχοντας εναν λαο αμνημωνα, μας κανουν οτι θελουν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια. Απλά, συγκλονιστικό.
Πόσες ανάλογες ιστορίες έζησε-έγραψε αυτός ο λαός! Πόσα κορμιά έπεσαν, πόσες μάνες έκλαψαν. Οι ιδέες όμως του δίκιου δε νικήθηκαν. Όσοι μπορούν να αφουγκραστούν έστω και λίγο τους χτύπους της καρδιάς αυτών που θυσιάστηκαν για να μπορώ σήμερα να πατώ στα πλήκτρα ενός πισι τις απόψεις και τις ιδέες μου, διαβάζοντας αυτό το κείμενο νοιώθουν μάλλον μια γροθιά στο στομάχι. Και μια λαχτάρα στην ψυχή: άραγε θα δικαιώσουμε εμείς αυτούς τους αγώνες;
Η απάντησή μου είναι: παλεύουμε! Σ' έναν αγώνα μέχρι να δικαιωθεί!
Με την άδειά σου Δημήτρη, επιφυλάσομαι για μελοντική αναδημοσίευση.
Καλή δύναμη!
Οικοδομε καλησπερα, μακαρι οποτε ερθει η ωρα, να σταθουμε στο ΥΨΟΣ ΤΟΥΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜη ζητας καμμια αδεια, οτι σου αρεσει ''μπαινεις'' το παιρνεις και το χρησιμοποιεις...