Τρίτη 8 Μαρτίου 2011
ΑΓΑΝΤΑ...
ΓΥΝΑΙΚΑ!
Ο Μαθιός, ένας νέος 18 ετών και η Λιαλιώ μια εικοσιπεντάχρονη κοπέλα που ήταν παντρεμένη με έναν πολύ μεγαλύτερό της άνδρα, τον μπάρμπα - Μοναρχάκη.
Ο Μαθιός είναι κρυφά ερωτευμένος με τη Λιαλιώ και κάποιο βράδυ η κοπέλα του προτείνει να κάνουν ένα περίπατο.
Περπατώντας κοντά στο γιαλό η Λιαλιώ εκφράζει την επιθυμία να μπει σε μια βάρκα και να φύγει μακριά, προς τον τόπο καταγωγής της.
Ο Μαθιός της προτείνει να πάρουν μια βάρκα και να φύγουν μαζί.
Η Λιαλιώ νοσταλγεί τον τόπο της και δεν αντέχει να ζει πλέον μακριά από τους δικούς της.
Ο Μαθιός ντροπαλός και ιπποτικός ταυτόχρονα δεν τολμά να εκφράσει τον έρωτά του για την κοπέλα και ρωτά να μάθει περισσότερα γι αυτήν.
Όμως καθώς ξεμακραίνουν με την κλεμμένη βάρκα, γίνεται αισθητή η απουσία της Λιαλιώς.
Ο μπάρμπα - Μοναρχάκης μαζί με άλλους άνδρες παίρνουν μια μεγάλη βάρκα (μια σκαμπαβία) και αρχίζουν να καταδιώκουν τους δύο «δραπέτες».
Τελικά οι διώκτες προλαβαίνουν τους δύο νέους στην παραλία του Αγ. Νικολάου και η Λιαλιώ επιστρέφει στο σύζυγό της λέγοντας στον Μαθιό, ότι αν ήταν λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία και πέθαινε ο σύζυγός της θα τον έπαιρνε άντρα.
Έδιδε βότανα, έκαμνε κηραλοιφάς, εξετέλει εντριβάς, εθεράπευε την βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διά τας πασχούσας, διά τας χλωρωτικάς και αναιμικάς κόρας, διά τας εγκύους και τας λεχούς, και τας εκ μητρικών αλγηδόνων πασχούσας.
Με το καλάθιον υπό τον αγκώνα της αριστεράς χειρός, ακολουθούμενη από τα δύο τελευταία τέκνα της, τον Δημητράκην, οκτώ ετών, και την Κρινιώ, εξαέτιδα, εξήρχετο εις τους αγρούς, ανέβαινεν εις τα όρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας και ρεύματα, έψαχνε να εύρη τα βότανα, όσα αυτή εγνώριζε –την αγριοκρομμύδα, την δρακοντιά, το τρίμερο και άλλ' ακόμη– τα έκοπτεν ή τα εξερρίζωνεν, εγέμιζε το καλάθιον της, κ' επέστρεφε το βράδυ εις την οικίαν.
Με αυτά τα βότανα κατεσκεύαζε διάφορα μαντζούνια, τα οποία εσύσταινεν ως αλάνθαστα ιατρικά κατά των χρονίων πόνων, του στήθους, της κοιλίας, των εντέρων, κτλ.
Τη βοηθεία όλων αυτών των μέσων, ολίγα κερδίζουσα, αλλ' οικονόμος, κατώρθωσε, με τον καιρόν, να κτίση την μικράν φωλέαν της. Αλλ' οι νεοσσοί είχαν αρχίσει να ξεπετούν ήδη, να φεύγουν εις τα ξένα!
Κατά την εποχήν εκείνην, ο πρώτος υιός της, εικοσαετής ήδη, ο Σταθαρός, είχε ξενιτευθή εις την Αμερικήν, αφού δε έστειλεν εν ή δύο γράμματα, εσιώπησε, και έκτοτε δεν είχε δώσει σημείον ζωής.
Μετά τρία έτη, ο δεύτερος υιός της, ο Γιαλής, είχε μεγαλώσει κι αυτός, κ' εμβαρκαρίσθη.
Και οι δύο, εις τα μικρά των χρόνια, είχον δοκιμάσει την τέχνην του πατρός των, αλλ' ούτε ο εις ούτε ο άλλος επρόκοψαν πολύ, ουδέ ηρκέσθησαν εις αυτήν.
Ο Γιαλής, ως φιλόστοργος υιός και αδελφός, έγραψε προς την μητέρα του εκ Μασσαλίας, όπου είχεν υπάγει μ' ένα πατριώτικον καράβι, ότι απεφάσισε κι αυτός να υπάγη στην Αμερικήν, να ιδή τι γίνεται ο μεγάλος αδερφός του ίσως τον ανακαλύψει κάπου.
Αλλά παρήλθον καιροί και χρόνοι έκτοτε και ούτε ο εις ούτε ο άλλος ηκούσθησαν πλέον.
«Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου.
Η κόμη επέστρεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός και οι οφρύες της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού».
Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάναστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήταν νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει μαγική, η ναύς των ανείρων…»
(Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.).
Από την στιγμή της γεννήσεως ενός κοριτσιού, οι γονείς έπρεπε να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τον τρόπο που θα αποκτήσουν την απαραίτητη προίκα για το παιδί τους.
Υπό αυτή τη μορφή, η προίκα είχε και μια άλλη κοινωνική επίπτωση: διέλυε και αποσάθρωνε τις μικρές αγροτικές οικογένειες.
Ήταν επομένως ανεπιθύμητη η γέννηση θηλυκών από τους φτωχούς γονείς (Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!...
Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήταν να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση -θε μ’ σχώρεσέ με!-. Ας ήτο και παλληκαροβότανο).
“Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”.
“Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”.
Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε…
Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε!
Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα…
Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί.
Αλλ’ ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»!
Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα.
Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό.
Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κ’ είδε την κοπέλα να..γδύνεται!
Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του, Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο.
Αλλά τώρα πηγ’ επίτηδες.
Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.
Αλλα κουραγιο...
υσ Αλεξανδριανέ μ' αέρα
........ Και οι ναύται απεχαιρέτιζον τες γυναίκες κράζοντας "καλή νύχτα!". Και αι γυναίκες απήντων μακρόθεν "Καλή νύχτα! Καλή νύχτα σας! Καλό πράτιγο!". Και η κάθε μία εις τον άνδρα της έλεγε : "Καλή νύχτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραετέ μου!". Και εις τον υιόν της η κάθε μία έλεγε: "Καλή νύκτα, καναρίνι μου!πουλί μου! ξεπεταρούδι μου!". Και πολλάκις επρόσθετον παρονομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου. Αν ο εκτελών την κάθαρσιν ωνομάζετο Γιαλής, ως ο σύζυγος της θεία-Σκευώς, τότε το θωπευτικόν όνομα ήτο "Γιαλέινέ μου" [...] Αν εκαλείτο Αλέξανδρος, η προσηγορία ήτο "Αλεξανδριανέ μ' αέρα".
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Aλεξανδριανός αέρας δηλαδή πνέει σήμερα στους "Ασώματους"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι λέω πως μ' αρεσε τούτο το διάλειμμα της παλιάς εκείνης γλώσσας που με δυσκολεύει. Αλλά μ' αρέσει τούτο το παίδεμα, με βάζει να στριφογυρίζω το μυαλό σε πιο γρήγορες βόλτες...
Λοιπόν, σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι τι έχουν τραβήξει τα θηλυκά γεννήματα στον τόπο τούτο και στον κόσμο όλο. Προίκα-ξεπροίκα, γάμοι συμφεροντολογικοί ή απλά για να ξεφορτωθούν το "βάρος", ζωές καμωμένες από χώμα στέρφο, που δεν κατάφερνε να φυτρώσει το χαμόγελο της καρδιάς.
Και πόσες σαν τη Λιαλιώ που λαχταρούσε να πάρει ένα πλεούμενο να φύγει για ν' ανταμώσει ξανά τους δικούς της.
Αλεξανδρινός αέρας δεν πνέει στην Άνδρο σήμερα, παρά μια λυσσασμένη τραμουντάνα που φέρνει κρύο φαρμακερό. Τα κύματα βουνό και καβαλάνε το λιμάνι. Το βουητό της θάλασσας ακούγεται ως το σπίτι. Το ρεύμα πάει κι έρχεται κατά το δοκούν.. το εργοστάσιο της ΔΕΗ με μια μηχανή... πού να σηκώσει και την Άνδρο και την Τήνο. Μα έφαγε η ... αειφόρος ανάπτυξη Δημητρό. Τουτέστιν την κάτσαμε τη βάρκα!!
Καλό βράδυ. Και κοίτα, την αγάπη σου προίκα για τη Δημητρούλα.
Δημητρα καλησπερα, τα εμαθα τα τερτιπια που ρευματος, οποιος ''σκοτωσε'' το τζακι του θα το εχει μετανοιωσει, πολυ κρυο, ειναι και η χωρα στο ματι του βορια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκτος απο την αγαπη μου, ας παρει και οτι υπαρχει.
Καλο ξημερωμα, χαιρετισματα στον Αλι...