Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010
ΑΓΑΝΤΑ...
Απο τον Βασιλη Φυτσιλη.
Πληγές του Εμφύλιου
Μόλις είχε τελειώσει το λόγο του, στη μεγάλη εκδήλωση του Γοργοπόταμου, για την επέτειο της ανατίναξης της Γέφυρας. Κατεβαίνοντας από την εξέδρα, την είδε μπροστά του, ανάμεσα στους άλλους συναγωνιστές, που πήγαν να του σφίξουν το χέρι, και ξαφνιάστηκε.
«Φωτεινή!..».
«Αντώνη...». Του άπλωσε και τα δυο της χέρια, να τον συγχαρεί για την ωραία ομιλία του.
«Φωτεινή, εσύ;..», ξαναείπε, σα να μην πίστευε στα μάτια του. «Πόσα χρόνια... Πώς βρέθηκες εδώ; Πολλή χαρά μου δίνεις...».
«Ηρθαμε με το Παράρτημά μας. Ενα πούλμαν γεμάτο».
«Πόσα χρόνια...», είπε και κείνη, και τον κοίταξε στα μάτια, με ένα βλέμμα που του φάνηκε κάπως παράξενο.
«Πού είσαι τώρα, Φωτεινή; Πού μένεις;».
«Στην Πελοπόννησο. Σ' ένα χωριό, έξω απ' τη Σπάρτη».
Δεν είχαν χρόνο να σταθούν κάπου, να τα πουν με την ησυχία τους. Τα πούλμαν περίμεναν παραταγμένα στην άκρη του δρόμου, και οι επικεφαλής των Παραρτημάτων της ΠΕΑΕΑ καλούσαν τους αγωνιστές να επιβιβαστούν, για το ταξίδι της επιστροφής.
Τον φίλησε και στα δυο μάγουλα, και τον κοίταξε πάλι επίμονα, μ' εκείνο το παράξενο βλέμμα.
«Αν σε φέρνει καμιά φορά ο δρόμος προς τη Σπάρτη, έλα απ' το σπίτι μου. Θα χαρώ πολύ...». Είπε «θα χαρώ», μα η φωνή της έκρυβε κάποια πίκρα αδιόρατη.
«Θα έρθω, Φωτεινή. Με την πρώτη ευκαιρία».
Της το υποσχέθηκε, και θα φρόντιζε να εκπληρώσει, το συντομότερο, την υπόσχεσή του. Γιατί η Φωτεινή δεν ήταν, απλώς, μια συγχωριανή του. Μαζί μεγάλωναν, από παιδιά, εκεί στο ορεινό χωριουδάκι, στις πλαγιές της Γκιώνας. Πήγαιναν μαζί στο Δημοτικό Σχολείο. Εκείνος στην έκτη τάξη, και εκείνη, τρία χρόνια μικρότερή του, στην τρίτη. Ενα γλυκό, στρογγυλοπρόσωπο κοριτσάκι με ροδοκόκκινα μάγουλα. Την ξεχώρισε ανάμεσα στα άλλα κορίτσια και λαχταρούσε να γίνει μια μέρα εκείνη το δικό του κορίτσι. Η Φωτούλα του. Στα διαλείμματα, προσπαθούσε να σταυρώσει κάποια στιγμή το βλέμμα του με το δικό της. Εκείνη όμως το απόφευγε, και γύριζε αλλού το πρόσωπό της. Στο τέλος, ένα βραδάκι, Κυριακή, πήρε την απόφαση και τη σταμάτησε σ' ένα δρομάκι, εκεί πιο πέρα απ' το σπίτι της.
«Φωτούλα, στάσου λίγο, θέλω κάτι να σου πω. Εγώ σ' αγαπάω και θέλω να γίνουμε φίλοι να κάνουμε παρέα. Εσύ θέλεις;». Τα είπε όλα μαζί, με μια ανάσα, αυτά που σχεδίαζε από μέρες στο μυαλό του, και περίμενε με αγωνία την απάντησή της.
«Δεν ξέρω», είπε απότομα εκείνη, και τα μάγουλά της έγιναν με μιας παπαρούνες κατακόκκινες. Εκανε στροφή επιτόπου και χάθηκε τρέχοντας μέσα στο μισοσκόταδο του σούρουπου.
Κατέβηκε απ' το λεωφορείο της γραμμής «ΑΘΗΝΑ - ΣΠΑΡΤΗ», και πήρε ένα άλλο, για να φτάσει στον προορισμό του. Εκείνη ήξερε το δρομολόγιο του λεωφορείου και τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού της. Αγκάλιασε τις πλάτες του και φιλήθηκαν σταυρωτά στα μάγουλα.
«Ελα, Αντώνη. Καλωσόρισες στο φτωχικό μου».
Τον έβαλε να καθίσει στο σαλονάκι, σ' ένα μικρό καναπεδάκι, ντυμένο μ' ένα ωραίο χειροποίητο κάλυμμα. Κάθισε κι εκείνη απέναντί του, σε μια χαμηλή πολυθρόνα, ντυμένη με το ίδιο πλεχτό κάλυμμα.
«Τι να σε κεράσω; Εχω ωραίο γλυκό, βύσσινο του κουταλιού», είπε και σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα της.
«Δε θα μπορέσω να το φάω το βύσσινό σου, Φωτεινή... Εχω λίγο ζάχαρο, και τα αποφεύγω τα γλυκά. Ενα καφεδάκι φτιάξε μου, και αυτό σκέτο».
Αφησε το δίσκο με τον καφέ στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά του, και ξανακάθισε στην πολυθρόνα, για να συνεχίσουν την κουβέντα τους.
«Δεν έχεις άλλους δικούς σου; Μόνη σου ζεις;», τη ρώτησε διακριτικά. «Ολομόναχη...», είπε, και η λέξη βγήκε απ' τα σφιγμένα χείλη της πικρή, φαρμακωμένη.
«Πώς έγινε... Είχα μάθει ότι παντρεύτηκες εκεί στην Τασκένδη».
«Παντρεύτηκα... Αλλά η μοίρα φάνηκε σ' εμένα πολύ σκληρή...».
«Πώς έγινε, Φωτεινή;..», ξαναρώτησε, νιώθοντας ένα γκρίζο σύννεφο να βαραίνει την ατμόσφαιρα γύρω τους.
«Ζούσαμε καλά εκεί στην Τασκένδη. Ο άντρας μου ήταν χτίστης, πρωτοπόρος στις μπριγάδες της ανοικοδόμησης. Με βραβεία και μετάλλια. Ο γιος μας σπούδασε, πήρε δύο πτυχία. Μηχανολόγος - ηλεκτρολόγος, εφαρμοστής. Μας έτρωγε, όμως, ο καημός της ξενιτιάς. Η νοσταλγία της πατρίδας... Οταν άνοιξε, επιτέλους ο δρόμος του γυρισμού, ήρθαμε κι εμείς, και εγκατασταθήκαμε εδώ, στο πατρικό σπίτι του άντρα μου, που ήταν έρημο. Την οικογένειά του την είχαν ξεκληρίσει οι αντίθετοι. Αλλά η μοίρα μάς χτύπησε σκληρά», είπε, αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό. «Το γιο μας τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο, και τον χάσαμε απάνω στο άνθος της ηλικίας του. Η υγεία του άντρα μου είχε κλονιστεί τα τελευταία χρόνια. Κακουχίες, ταλαιπωρίες σε δυο αντάρτικα, ΕΛΑΣ, Δημοκρατικός Στρατός... τα ξέρεις καλύτερα από μένα. Επαθε δυο εμφράγματα, και στο τρίτο τον έχασα κι αυτόν. Πριν πέντε χρόνια...».
Εμειναν για κάμποση ώρα αμίλητοι, αναπολώντας το πικρό οδοιπορικό που επιφύλαξε η μοίρα και για τους δυο τους. Υστερα, εκείνη προσπάθησε να ελαφρύνει λίγο τη βαριά ατμόσφαιρα. Και φέρνοντας την κουβέντα στα παλιά, σ' εκείνο το πρώτο και τελευταίο άτυχο ραντεβού τους, πριν πενήντα χρόνια, εκείνο το κυριακάτικο βράδυ στο χωριό τους, τον ρώτησε, έτσι απλά:
«Τι ήθελες να μου πεις, Αντώνη, τότε που με σταμάτησες, εκεί στο δρόμο;».
«Αυτό που σου είχα πει», απάντησε, σχεδόν συνεσταλμένα. «Οτι σ' αγαπάω. Ησουν η πρώτη μου αγάπη. Ο πρώτος μου έρωτας... Αλλά εσύ δε μου απάντησες...». Τα είπε αυτά έτσι αυθόρμητα, και αμέσως σα να ντράπηκε, που κάθεται τώρα αυτός, εβδομήντα χρονών άνθρωπος και λέει τέτοια πράγματα.
Μισογέλασαν κι οι δυο αμήχανοι και κοιτάχτηκαν πάλι στα μάτια, σαν παιδιά πάνω στην εφηβεία τους, που εκμυστηρεύονται αδέξια το ένα στο άλλο, τα πρώτα τους ερωτικά σκιρτήματα.
«Κι εγώ σ' αγαπούσα, Αντώνη», είπε ύστερα εκείνη. «Δεν αγάπησα άλλον άντρα στη ζωή μου. Υστερα εσύ έφυγες για το αντάρτικο. Αργότερα, το σαράντα οχτώ, με πήρανε κι εμένα, μαζί με άλλα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Μας εκπαίδευσαν πρώτα στα έμπεδα και, μετά, μας έδωσαν όπλα και ενταχθήκαμε στις μονάδες.
Εγώ ρωτούσα πάντα για σένα. Εμαθα ότι σε είχαν πιάσει οι άλλοι αιχμάλωτο, ξεπαγιασμένον μέσα στο χιόνι. Σε δίκασαν εις θάνατο, αλλά δε σε εκτέλεσαν, λέει, λόγω του νεαρού της ηλικίας σου.
Το σαράντα εννιά, τον Αύγουστο, όταν έπεσε και ο Γράμμος, εμείς υποχωρήσαμε προς την Αλβανία. Μας ταχτοποίησαν, αργότερα, στην Τασκένδη. Μας έβαλαν όλους σε δουλιές, περνούσαμε καλά. Με τα χρόνια, πολλοί δικοί μας παντρεύτηκαν εκεί, έκαναν οικογένειες.
Εγώ σκεφτόμουνα πάντα εσένα. "Θα περιμένω", έλεγα από μέσα μου, "όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κάποτε θα γυρίσουμε στην πατρίδα. Θα βγει και ο Αντώνης, απ' τη φυλακή, και θ' ανταμώσουμε πάλι".
Αλλά, περνούσαν τα χρόνια, και οι δικοί μας εκεί με πίεζαν συνέχεια. "Τι θα κάνεις εσύ", μου έλεγαν, "γεροντοκόρη θα μείνεις;" Ο Θανάσης, ο άντρας μου, με ζήτησε δυο τρεις φορές, αλλά εγώ αρνιόμουνα»..
Εμεινε για λίγο σιωπηλή, και μετά, σαν κάτι να την πίεζε από μέσα της να ολοκληρώσει την «απολογία», συνέχισε:
«Τελικά, υπέκυψα στις πιέσεις και στις συμβουλές τους, και δέχτηκα να παντρευτούμε με τον Θανάση. Δεν έπρεπε, όμως... δεν έπρεπε...». Συνέχιζε το μονόλογό της, ενώ ένα αναφιλητό ανέβαινε κάθε λίγο στο λαιμό της και την έπνιγε.
«Δεν έπρεπε να υποχωρήσω...».
Ο Αντώνης, που όλη την ώρα άκουγε άναυδος και σιωπηλός τη δραματική εξομολόγησή της, άπλωσε προς το μέρος της τα χέρια του.
«Μην κλαις, Φωτεινή. Ελα κοντά μου. Σήκω, και έλα κάθισε εδώ, δίπλα μου».
Σήκωσε τα δακρυσμένα μάτια της και τον κοίταξε, με ένα βλέμμα γεμάτο ικεσία. Σα να ζητούσε να τη συγχωρέσει. Σηκώθηκε πρόθυμα απ' τη βαθουλή πολυθρόνα της, και πήγε να καθίσει στο καναπεδάκι, δίπλα του. Εκείνος την αγκάλιασε με το ένα χέρι και την τράβηξε κοντά του, πάνω στο στήθος του. «Μην κλαις...», της ψιθύρισε, χαϊδεύοντας απαλά με το άλλο χέρι του τα ασημένια μαλλιά της. «Μας χώρισε ο πόλεμος, πριν καν συναντηθούμε. Ομως, η ζωή έχει πολλά γυρίσματα. Και να, τώρα, έστω και τόσο αργά, που μας αντάμωσε πάλι...». Σκούπισε με το δάχτυλό του τα δάκρυά της, που κυλούσαν ήρεμα στα μάγουλά της. Εκείνη σήκωσε το πρόσωπό της, και το έφερε πιο κοντά στο δικό του.
«Αντώνη μου...», ψιθύρισε χαμηλόφωνα, αν και δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω να τους ακούσει.
«Φωτούλα μου...», της ψιθύρισε κι εκείνος, χρησιμοποιώντας τη γλυκιά λέξη, όπως τότε.
Το στήθος της ηρέμησε σιγά σιγά, και οι λυγμοί έπαψαν να την πνίγουν στο λαιμό. «Εσύ δεν παντρεύτηκες, Αντώνη...», είπε πάλι ψιθυριστά, σα να μονολογούσε. Είχε μάθει από συναγωνιστές του που τον ήξεραν, ότι ζούσε κι εκείνος μόνος του. «Δεν παντρεύτηκα, Φωτεινή», είπε, χαϊδεύοντας πάντα τα ασημένια μαλλιά της. «Δεκατρία χρόνια στη φυλακή. Υστερα, δυο τρία ελεύθερος - μαύρη ελευθερία. Αργότερα, πάλι εξορία και κατατρεγμούς, με τη δικτατορία της χούντας. Ο Αρτέμης, ο αδερφός μου, απ' τα τελευταία παλικάρια του Δημοκρατικού Στρατού, που έμειναν εκεί στα μέρη μας, έπεσε, τελικά, ύστερα από προδοσία, στα χέρια των αλλωνών. Τον πήραν νύχτα από το κρατητήριο, και τον εξαφάνισαν. Αφησε πίσω του γυναίκα και δυο μικρά κορίτσια ορφανά. Στάθηκα δίπλα τους, να τους βοηθήσω. Να ξεκινήσουν και τα παιδιά τη ζωή τους, να μορφωθούν, να σπουδάσουν...».
Βολεύτηκε πιο πολύ, σα μικρό παιδί, στην αγκαλιά του. Τύλιξε με τα χέρια της πιο σφιχτά το άλλοτε αθλητικό κορμί, που, παρά τα εβδομήντα χρόνια του, διατηρούσε ακόμα κάποια σημάδια απ' το παλιό νεανικό του σφρίγος.
«Αντώνη μου... Πρώτη και παντοτινή μου αγάπη...», έβγαιναν ψιθυριστά από το στήθος της οι λέξεις, σα να φοβόταν μην ταράξει τις γλυκές στιγμές της ανείπωτης μυσταγωγίας που ζούσε.
«Φωτούλα μου... Κορίτσι μου γλυκό...», της ψιθύρισε κι εκείνος τρυφερά, και την έσφιξε πιο δυνατά, πάνω στο στήθος του.
Εμειναν έτσι, ώρα πολλή, αμίλητοι, με τα μάγουλα ενωμένα, να αγναντεύουν νοερά από την απόσταση μισού αιώνα, το βάθος του αδυσώπητου χρόνου, και να μετρούν τις πληγές που άφησε πίσω του ο Εμφύλιος, ο πιο σκληρός και ο πιο απάνθρωπος από όλους τους πολέμους.
Αλλα κουραγιο...
υ.σ 26 μαη του 2002, ριζος της κυριακης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Καλημερα Δημητρη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ομορφη ιστορια, βγαλμενη απο τη ζωη. Ποσες ζωες χαλασαν οι διωγμοι και οι πολεμοι....Ελπιζω τα παιδια μας να μη ζησουν τετοιες εποχες, οπως οι προηγουμενες γενιες, αν και οι παντος ειδους ''διωξεις'' ειναι δυστυχως μεσα στο προγραμμα...
Κάλιο αργά παρά αργότερα!
ΑπάντησηΔιαγραφήElva καλησπερα απο μια Αθηνα βρεχουσσα και βροντερη και με 23 κελσιου, τεντα τα παραθυρα και εξω η ''βροχα πεφτει ραι θρου''-Ζαμπετας-.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ τα παιδια μας να ζησουν τετοιες ημερες, βεβαια τωρα πια ο κοσμος ειναι ενημερωμενος και λιγο εως πολυ ξερει ποιοι ειναι αυτοι που θελουν να μας ''διαφετευουν'', οποτε των ''φρονιμων τα παιδια πριν πεινασουν μαγειρευουν''...
Frezia καλησπερα, ζωες που λογω των συνθηκων περασαν την προσωπικη ''ευχαριστηση'' σε δευτερη μοιρα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιδες Δημητρη;;..Τι γινεται καμμια φορα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε εποχες, φοβερες και τρομερες, ζωες χανονται...
Τι να πεις...Τα ξερω και απο τους συγγενεις της μανας μου[Βασουλα]...
Αλλα δυστυχως...Δεν ανεβαινει αλλοιως ο ...ηλιος..
μονο ετσι...Τα γραφω κι εγω...Ακροθιγως...Αλλα
δεν ειναι κατανοητα...Φαινονται μακρινα και υπερβολικα...Ισως και...ανατριχιαστικα...
Βλεπω, δυστυχως οτι χρειαζεται επαναληψη...
Αν και το απευχομαι...
Μαστορα καλημερα, δυσκολες εποχες, μη χρειαστει να ξαναπερασουμε τετοιες καταστασεις, πιστευω οτι οι ''κρατουντες'' δεν θα το τολμησουν, οι σημερινοι νεοι, οταν χρειαστει αμεσως θα βρεθουν στους δρομους.
ΑπάντησηΔιαγραφή