Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011
ΑΓΑΝΤΑ...
Τὰ ὀνόματα τῶν θυμάτων τοῦ Ὁλοκαυτώματος του ΧΟΡΤΙΑΤΗ
ΕΚΑΗΚΑΝ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ
1) ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΜΠΑΤΑΤΣΙΟΥ 12 χρονῶν
2) ΚΑΤΙΝΟΥΛΑ » 10 χρονῶν
3) ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΤΑΤΣΙΟΣ 9 χρονῶν
4) ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ 13 χρονῶν
5) ΜΑΡΙΚΟΥΛΑ » 10 χρονῶν
6) ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ » 10 χρονῶν
7) ΕΛΕΝΙΤΣΑ » 5 χρονῶν
8) ΜΑΡΙΑ » 6 χρονῶν
9) ΕΥΤΥΧΙΑ » 9 χρονῶν
10) ΣΤΕΛΛΑ » 7 χρονῶν
11) ΕΙΡΗΝΗ » 3 χρονῶν
12) ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ 3 χρονῶν
13) ΜΙΚΡΗ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ Ἀβάφτιστο
14) ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΔΡΑΚΟΥΔΗ 12 χρονῶν
15) ΜΗΛΙΤΣΑ » 3 μηνῶν
16) ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΕΥΓΕΝΙΔΗ 2 χρονῶν
17) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗΣ 8 χρονῶν
18) ΑΝΝΑ ΚΟΥΚΑΡΟΥΔΗ 13 χρονῶν
19) ΑΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ 2 χρονῶν
20) ΜΑΡΙΚΑ ΜΟΥΖΟΥΔΗ 10 χρονῶν
21) ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΜΠΟΥΖΟΥΔΗΣ 8 χρονῶν
22) ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΜΠΟΥΖΟΥΔΗ 6 χρονῶν
23) ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΠΑΡΑΝΗΣ 2 χρονῶν
24) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΦΟΥΜΟΥΔΗ 11 χρονῶν
25) ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΟΥΜΟΥΔΗΣ 10 χρονῶν
26) ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΡΒΑΝΗΣ 1 χρόνου
27) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΑΓΓΑΛΗΣ 13 χρονῶν
28) ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΤΣΑΓΓΑΛΗΣ 11 χρονῶν
29) ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΧΑΜΟΓΛΟΥ 8 χρονῶν
30) ΕΛΕΝΗ ΚΡΥΒΕΡΗ 6 χρονῶν
31) ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΗ 5 χρονῶν
ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΝΤΑΜΠΟΥΔΗ
32) ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ 10 χρονῶν
33) ΚΑΤΙΝΟΥΛΑ » 13 »
34) ΦΡΟΣΩ » 4 χρονῶν
35) ΣΤΕΛΛΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ 16 χρονῶν
36) ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΝΑΚΟΥΔΗ 19 χρονῶν
37) ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ ΣΚΑΡΑΓΚΑ 9 χρονῶν
38) ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΚΑΡΑΓΚΑΣ 2 χρονῶν
39) ΕΛΕΝΗ ΣΙΝΤΟΥΔΗ 14 χρονῶν
40) ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΝΤΟΥΔΗΣ 4 χρονῶν
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ
41) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΟΜΑΡΑΣ παππᾶς τοῦ χωριοῦ 75 χρονῶν
42) ΕΡΑΤΩ ΤΟΜΑΡΑ 18 χρονῶν
43) ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΟΜΑΡΑ 20 χρονῶν
44) ΧΡ. ΜΠΑΤΑΤΣΙΟΣ πρόεδρος 42 χρονῶν
45) ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΑΤΑΤΣΙΟΥ 75 χρονῶν
46) ΜΑΡΙΑ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ 63 χρονῶν
47) ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗΣ 40 χρονῶν
48) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ 41 χρονῶν
49) ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ 39 χρονῶν
50) ΕΛΕΝΗ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ 35 χρονῶν
51) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ 38 χρονῶν
52) ΣΟΦΙΑ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗ 31 χρονῶν
53) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗ 22 χρονῶν
54) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ 50 χρονῶν
55) ΟΛΓΑ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ 20 χρονῶν
56) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ 64 χρονῶν
57) ΦΩΤΕΙΝΗ ΔΗΜΟΥ 57 χρονῶν
58) ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΡΑΚΟΥΔΗ 40 χρονῶν
59) ΑΓΛΑΪΑ ΕΥΓΕΝΙΔΗ 39 χρονῶν
60) ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΕΝΚΑ 43 χρονῶν
61) ΑΝΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΔΗ 46 χρονῶν
62) ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΟΥΚΑΡΟΥΔΗ 20 χρονῶν
63) ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ 20 χρονῶν
64) ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΜΠΟΥΖΟΥΔΗ 70 χρονῶν
65) ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΠΟΥΖΟΥΔΗΣ 70 χρονῶν
66) ΜΑΡΙΚΑ ΜΠΟΥΖΟΥΔΗ 70 χρονῶν
67) ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΚΟΥΠΑΡΑΝΗ 70 χρονῶν
68) ΑΝΝΑ ΚΟΥΠΑΡΑΝΗ 35 χρονῶν
69) ΜΑΡΙΑ ΞΑΝΘΟΥ 61 χρονῶν
70) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΒΑΣΙΛΟΥΔΗ 42 χρονῶν
71) ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΤΣΙΑ 39 χρονῶν
72) ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 59 χρονῶν
73) ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΣΑΡΒΑΝΗ 68 χρονῶν
74) ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΣΑΡΒΑΝΗ 30 χρονῶν
75) ΜΑΡΙΚΑ ΤΣΑΓΓΑΛΗ 38 χρονῶν
76) ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΧΑΡΑΤΖΗ 61 χρονῶν
ΣΠΙΤΙ ΝΤΑΜΠΟΥΔΗ
77) ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΝΟΥΔΗ 63 χρονῶν
78) ΕΛΕΝΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ 54 χρονῶν
79) ΔΕΙΝΩΡΑ ΒΛΑΧΟΥΔΗ 52 χρονῶν
80) ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΗ 54 χρονῶν
81) ΑΡΕΤΗ ΒΕΚΚΑ 45 χρονῶν
82) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΜΗ 61 χρονῶν
83) ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΟΥΔΗ 60 χρονῶν
84) ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ 35 χρονῶν
85) ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ 45 χρονῶν
86) ΕΛΕΝΗ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ 56 χρονῶν
87) ΞΑΝΘΩ ΦΙΤΣΟΥΔΗ 61 χρονῶν
88) ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΤΣΟΥΔΗ 29 χρονῶν
89) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΦΙΤΣΟΥΔΗ 44 χρονῶν
90) ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΙΝΤΟΥΔΗΣ 52 χρονῶν
91) ΜΑΡΙΑ ΣΑΜΑΡΑ 40 χρονῶν
92) ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ 74 χρονῶν
93) ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΓΓΕΛΙΝΟΥΔΗΣ 81 χρονῶν
94) ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΙΝΟΥΔΗΣ 67 χρονῶν
95) ΘΕΟΔΩΡΑ ΓΛΑΡΟΥΔΗ 54 χρονῶν
96) ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ 70 χρονῶν
Ἐκτός ἀπό το φοῦρνο τοῦ Γκουραμάνη και το σπίτι τοῦ Νταμπούδη, σκοτώθηκαν την ἴδια μέρα και 78 ἀκόμη ἄτομα, πού βρέθηκαν ἤ ἔξω ἀπ’το χωριό ἤ ἔφεραν ἀντίσταση κι’ ἐκτελέστηκαν ἐπί τόπου. Ὁ Κατάλογος ἀκολουθεῖ:
97) ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΟΥΡΑΜΑΝΗ 23 χρονῶν
98) Δ. ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ 58 χρονῶν
99) ΑΠΟΣΤ. ΓΕΩΡΓΑΝΟΥΔΗΣ 48 χρονῶν
100)ΜΙΧΑΗΛ ΓΕΩΡΓΑΝΟΥΔΗΣ 6 χρονῶν
101) ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΑΡΑΓΟΥ 71 χρονῶν
102) ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ 37 χρονῶν
103) ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ 34 χρονῶν
104) ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ 3 χρονῶν
105) ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΕΡΟΜΑΝΩΛΗΣ 71 χρονῶν
106) ΒΑΓΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΗΣ 72 χρονῶν
107) ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΔΟΥΣΗ 58 χρονῶν
108) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΗ 47 χρονῶν
109) ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ 70 χρονῶν
110) ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ 54 χρονῶν
111) ΣΟΦΙΑ ΚΟΥΒΕΡΗ 59 χρονῶν
112) ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΑΡΠΟΝΙΤΗ 59 χρονῶν
113) ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΟΡΜΟΥΤΖΗΣ 52 χρονῶν
114) ΚΑΤΙΝΑ ΚΟΥΒΕΡΗ 30 χρονῶν
115) ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
116) ΑΝΝΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ
117) ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΚΑΣΕΛΑ 35 χρονῶν
118) ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΟΥΡΑΚΟΥΔΗ 38 χρονῶν
119) ΒΑΓΙΟΣ ΝΤΑΜΠΟΥΔΗΣ 20 χρονῶν
120) ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΚΑΝΑΚΟΥΔΗ 5 χρονῶν
121) ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΑΚΟΥΔΗ 21 χρονῶν
122) ΜΑΡΙΚΑ ΜΑΡΙΝΟΥΣΗ 49 χρονῶν
123) ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΟΥΔΗ 64 χρονῶν
124) ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΑΡΟΥΔΗ 23 χρονῶν
125) ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΙΜΩΝΗ 16 χρονῶν
126) ΑΡΕΤΗ ΣΩΤΗΡΙΟΥ 16 χρονῶν
127) ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΓΡΟΝΤΣΙΟΥ 76 χρονῶν
128) ΣΕΡΓΙΟΣ ΣΚΑΡΑΓΚΑΣ 29 χρονῶν
129) ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΡΑΪΚΟΥ 31 χρονῶν
130) ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΑΪΚΟΣ 7 χρονῶν
131) ΑΝΘΟΥΛΑ ΤΡΑΪΚΟΥ 6 χρονῶν
132) ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΤΣΑΧΤΖΟΓΛΟΥ 69 χρονῶν
133) ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ
134) ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΤΖΟΥΔΗΣ 65 χρονῶν
135) ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ 31 χρονῶν
136) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ 31 χρονῶν
137) ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΑΔΑΣ 30 χρονῶν
138) ΣΠΥΡΟΣ ΣΙΝΙΟΣ 48 χρονῶν
139) ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΡΑΔΑΣ
140) ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΗΣ
141) ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΟΥΔΗΣ
142) ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΩΤΑΣ
143) ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΟΥΧΟΡΗΣ
144) ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΚΟΥΤΣΙΟΥΔΗ
Δυστυχῶς δεν στάθηκε δυνατό να ἔχομε συγκεκριμένα στοιχεῖα για την ἡλικία τῶν 6 τελευταίων μαρτύρων. Ἀκόμα λείπουνε ἀπό τον πίνακα 30 ὀνόματα για τά ὁποῖα καταβάλλονται προσπάθεις να μᾶς γίνουν γνωστά.
Εἶναι αὐτονόητο πὼς ὁ κατάλογος τοῦ Κορνάρου δὲν εἶναι ὁλοκληρωμένος, γιατί, τότε, κάτω ἀπὸ τὴν τρομοκρατία τῶν Χιτών, δὲν μποροῦσες νὰ ψάξεις γιὰ τέτοιου εἴδους πληροφορίες. Γι’ αὐτὸ ὁ Κορνάρος κλείνει τὸ βιβλιαράκι του μὲ μία σημείωση, ὅπου ζητάει στοιχεῖα ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες του.
Γράφει λοιπὸν ὁ Κορνάρος:
Ὁ Χορτιάτης εἶναι ὀρεινὸ χωριό. Λίγες ὧρες ὄξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη.
Οἱ Γερμανοὶ ἔχουνε λόγους νὰ φοβοῦνται τὸ κάθε ὕψωμα καὶ τὸν κάθε ὀρεινὸ συνοικισμό. Οἱ ἐπιχειρήσεις στὰ εὐρωπαϊκὰ μέτωπα τούς ἀναγκάζουνε νὰ πάρουνε ἔκτακτα μέτρα. Δυὸ περιπτώσεις πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουνε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1944: Περίπτωση ξαφνικῆς συμμαχικῆς ἀπόβασης στὴν Ἑλλάδα. Καὶ περίπτωση γενικῆς τους ὑποχώρησης.
Γι’ αὐτὸ συνεχίζουνε τὶς ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις τους, ποὺ ἔχουνε ἀρχίσει ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1943, μετὰ τὸ πέσιμο τῆς Ἰταλίας. Σκοπὸς τους εἶναι , νὰ κρατήσουνε ἐλεύτερους τοὺς μεγάλους δρόμους, γιὰ νὰ ἔχουν ἐξασφαλισμένες τὶς συγκοινωνίες τους ἢ γιὰ τὴν μία ἢ γιὰ τὴν ἄλλη περίπτωση.
Οἱ ἀντάρτικες δυνάμεις ἔχουνε γίνει τὸ φοβερὸ ἐμπόδιο. Τὶς δυνάμεις αὐτὲς δὲν στάθηκαν ἱκανοὶ νὰ τὶς χτυπήσουν ἀποτελεσματικά. Καταφεύγουνε σὲ ἐκβιασμούς. Χτυποῦνε τὸν πληθυσμό, καῖνε πολιτεῖες καὶ χωριά. Μ’αὐτὸν τὸν τρόπο ἐλπίζουνε δυὸ πράματα:
Νὰ ἀμβλύνουνε τὴν μαχητικότητα τῶν ἀνταρτῶν.
Νὰ βροῦνε κάποιο παραθυράκι ποὺ νὰ φέρνει πρὸς τὶς παράνομες ὀργανώσεις.
Μέσα σ’ ἕνα χωριό, ἀνάμεσα σὲ γυναικόπαιδα, γέρους κι’ ἀρρώστους, δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ βρεθεῖ ὁ προδότης, ποὺ ἀπὸ τὴν τρομάρα του θὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸ σκοπό.
Ἦρθε κι’ ἡ σειρὰ τοῦ Χορτιάτη. Στὶς 2 τοῦ Σεπτέμβρη τοῦ 1944, πρωὶ πρωί, δύναμη γερμανῶν καὶ Ταγματασφαλίτες μαζὶ πατήσανε τὸ χωριό. Ἀρχηγὸς τῶν Γερμανῶν εἶναι ὁ λοχαγὸς Σοῦμπερτ καὶ τῶν ἀσφαλιτῶν ὁ Καπετανάκης. Τὴ γενικὴ διεύθυνση τὴν ἔχει ὁ γερμανὸς ἀξιωματικός. Τὸ σχέδιο τῆς ἐπιχείρησης, σ’ ὅλες του τὶς λεπτομέρειες, δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶχε καταστρωθεῖ ἀπὸ τὰ πρίν. Γιατί μόλις μπήκανε μέσα, σκορπᾶνε στὸ χωριὸ οἱ γενίτσαροι. Οἱ γερμανοὶ πιάνουνε τὶς ἐξόδους καὶ τοὺς κεντρικοὺς δρόμους. Χτυποῦνε καὶ τὴν καμπάνα γιὰ νὰ μαζευτεῖ ὁ κόσμος στὴν πλατεία.
Μερικοὶ μαζεύτηκαν. Προσπαθοῦνε νὰ πείσουνε τοὺς γερμανοὺς πώς εἶναι ξένοι. Ἐπισκέπτες ἢ παραθεριστές. Τοὺς λένε νὰ περιμένουνε.
Σιγὰ σιγὰ μαζεύονται κι’ ἄλλοι. Τοὺς φέρνουνε οἱ τσολιάδες. Πρῶτος ὁ παππᾶς τοῦ χωριοῦ. Δημήτρης Τομαρᾶς λέγεται κι εἶναι 75 χρονῶν. Αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει καθόλου νὰ τὸν τραβᾶ ἕνας ἀπὸ τὰ ράσα, ἄλλος ἀπὸ τὰ γένεια κι’ ἄλλος νὰ τὸν χτυπᾶ μὲ τὸν ὑποκόπανο στὰ πλευρά. Μπροστὰ καὶ τὰ δυό του κορίτσια. Ἡ μία λέγεται Ἐρατὼ καὶ εἶναι 18 χρονῶν καὶ ἡ ἄλλη Ἀγγελικὴ καὶ εἶναι 20 χρονῶν. Ἐξαιρετικῆς καλλονῆς καὶ οἱ δυό τους.
Τὰ κορίτσια φωνάζουνε γιὰ τὴν μεταχείριση τοῦ πατέρα τους κι’ ὁ πατέρας ἐξαγριωμένος διαμαρτύρεται γιὰ τὴν μεταχείριση τῶν κοριτσιῶν. Τὶς ἔχουν ἀναγκάσει νὰ πορεύονται μὲ σηκωμένα τὰ φουστάνια. Ἐπειδὴ δὲν ὑπακοῦνε τοὺς τὰ δένουε ἀνασηκωμένα στὴ μέση μὲ σπάγγους.
Ξωπίσω φέρνουνε ἄλλοι, τὸν Πρόεδρο τῆς Κοινότητας, Χρῆστο Παντάτσο, μὲ τὴ φαμίλια του. Τὴ μητέρα του 75 χρονῶν γερόντισσα, καὶ τὰ τρία ἀνήλικα παιδιά του. Δυὸ κριτσάκια κι’ἕνα ἀγόρι.
Τὸν Πρόεδρο τὸν φέρνουνε γδυμνό. Γδυμνὴ καὶ τὴν γριὰ Μάννα του!
Οἱ μαζεμένοι στὴν πλατεία ξεφωνίζουνε μὲ φρίκη κι’ ἀγανάχτηση. Οἱ γερμανοὶ γελοῦνε στὴν ἀρχή. Μὰ σιγὰ-σιγὰ τὸ γέλιο γίνεται σκοτεινὴ γκριμάτσα, ἔπειτα τρέμουλο, σπασμὸς ἐρεθισμένου ζώου. Τὸ γυμνό τους ἔχει ἀποθηριώσει.
Ἀπὸ κάθε δρόμο, ἀπὸ κάθε γωνιά, ξεπροβαίνουν καινούργια μπουλούκια. Καινούργιες πομπές.
Τὸ σχέδιο ἀσφαλῶς ἔγινε πρὶν μποῦν στὸ Χωριό. Γιατί δὲν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς πώς ὅλοι κουβαλοῦνε μισόγδυμνες ἢ κι’ ὁλωσδιόλου γδυμνὲς τὶς γυναῖκες.
Ἀνάμεσα στὰ πόδια τῶν μεγάλων, τῶν πατεράδων ποὺ ἐξευτελίζονται καὶ δέρνονται, τῶν Μαννάδων μὲ τὰ γδυμνὰ στήθια καὶ τῶν γδυμνῶν κοριτσιπων, μπερδεύονται καὶ τσαλαπατιοῦνται καὶ κλαῖνε τὰ μικρὰ παιδάκια. Παιδάκια, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸν κατάλογο ποὺ βάζομε στὸ τέλος, δυὸ καὶ τριῶ καὶ πέντε χρονῶν.
Πιστεύω νὰ κλαῖνε περισσότερο ἀπὸ τὸν πόνο ποὺ νοιώθει ἡ ψυχούλα τους, γιὰ τὴ διαπόμπευση τῶν γονιῶν καὶ τῶν ἀδερφάδων τους, παρὰ γιατί φοβοῦνται.
Στὴν ἄκρη ἑνὸς κεντρικοῦ δρόμου, πού βγαίνει στὴν πλατεία, ἀνάβει δυνατὴ φωτιά. Τὴ συμπαίνουνε μὲ δεμάτια σανό, γιὰ νὰ ἁρπάξουνε φωτιὰ τὰ χοντρὰ κούτσουρα.
Ἕνας γερμανὸς μπαίνει ἀνάμεσα στὸν κόσμο ξαγριεμένος. Πηγαίνει ἴσια στὸν παππά. Τὸν γαργαλάει στὴ γενειάδα, γελᾶ σὰν σατανᾶς, τοῦ κλείνει πρόστυχα τὸ μάτι κι’ ἁρπάζει βίαια τὴν μία του κόρη. Ὁ παππᾶς ὁρμᾶ καὶ τοῦ δαγκώνει τὸ χέρι. Ὁ γερμανὸς διατάσσει δυὸ ἄλλους ἒς-ἒς καὶ βγάζουνε ἕνα ἕνα τὰ δόντια τοῦ παππᾶ μὲ τανάλια. Αὐτὸς τραβᾶ τὴν κοπέλλα, τὴ σούρνει, καθὼς εἶναι πεσμένη χάμω κι’ ἀντιστέκεται, καὶ μπαίνει στὸ πρῶτο σπίτι πού βρίσκει μπροστά του.
Φαίνεται πώς αὐτὸ ἦταν τὸ σύνθημα. ΟΙ Γερμανοὶ κι’ οἱ ταγματασφαλίτες πέφτουνε, σὰν ὄρνια, μέσα στὸ πλῆθος. Χτυποῦνε τοὺς ἄντρες, ἄλλους τοὺς δένουνε καὶ ὁρμοῦνε ἀνάμεσα στὶς παρέες τῶν κατατρομαγμένων γυναικών. Διαλέγουνε. Συναγωνίζονται. Βιάζονται.
Σημειώνονται λιποθυμίες, ἀκούγονται βογγητά, κατάρες, φοβέρες. Αὐτοὶ τὴ δουλειά τους!
Τρία κορίτσια τὰ καλοῦν μὲ τὰ ὀνόματά τους. Τὰ διαβάζουνε ἀπὸ χαρτάκι. Δὲν δίδεται καμμιὰ ἀπόκριση. Δὲν ἀκούγεται κανένα «Παρών».
Τότες ἁρπάζουνε τρία ἀπὸ τὴ μεγάλη μέση.
Τὰ σέρνουν ὄξω ἀπ’ τὸ πλῆθος. Λίγο παρέκει, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ξέφρενου κόσμου, βιάζονται ἀπάνθρωπα, στὴ λιποθυμία τοὺς ἀπάνω. Τὰ ὀνόματά τους δὲν ἀναφέρονται. Ἂν καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ γραφτοῦν. Δὲ ζοῦνε πιά. Στὴ φωτιὰ ποὺ εἶχαν ἀνάψει τὶς βάλανε! Δὲν τὶς πετάξανε! Τὶς περάσανε ὁλοζώντανες σὲ σοῦβλες ἀρνιοῦ. Καὶ γιὰ λίγην ὥρα τὶς στριφογυρίζουνε, ὅπως στριφογυρίζουνε τὰ σφαχτά…
Ἡ μυρουδιὰ ἀπὸ τὴ ψητὴ ἀνθρώπινη σάρκα, φέρνει τὸ πλῆθος σ’ ἔξαλλη ταραχὴ ποὺ μοιάζει μὲ παραφροσύνη.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ μπερδεύονται τὰ πάντα.
Οἱ χωρικοὶ δὲν εἶναι πιὰ σίγουροι ἂν ζοῦνε αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ἢ ἂν βλέπουνε φριχτὸ ἐφιαλτικὸ ὄνειρο.
Τὸ ἴδιο κι οἱ Γερμανοὶ κι’ οἱ ταγματασφαλίτες, ζοῦνε ὄξω κόσμου. Ἔχουνε χάσει τὰ σύνορα. Δὲν εἶναι, λές, πιὰ σὲ θέση νὰ ξέρουνε ἂν βρίσκονται στὴν πανάρχαια ζούγκλα, ἑκατομμύρια χρόνια πίσω ἢ ἂν ἐνεργοῦνε σὰν ὄργανα ἑνὸς τωρινοῦ κόσμου, γιὰ συγκεκριμένους, ἔστω κι’ ἀκάθαρτους σκοπούς.
Οἱ ἀνασταλτικὲς δυνάμεις τῶν ἀνθρώπινων παθῶν στομώνονται. Ἡ Ζούγκλα κατακλύζει τὰ πάντα σαρκάζοντας μὲ τῶν θεριῶν τὰ στόματα. Τὰ πάθη ξεχειλοῦνε, παφλάζουνε, μαίνονται ἀχαλίνωτα, μπερδεύονται μεταξύ τους, ἐξαφανίζουνε στὴ στιγμὴ κάθε ἀνθρώπινη ἰδιότητα, καὶ τὴ στιγμὴν αὐτὴ δὲν ὑπάρχει στὴ θέση στοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων τίποτα ἄλλο, παρὰ ἡ μυρουδιὰ ψητῆς ἀνθρώπινης σάρκας καὶ κάποιων ἀγριμικῶν ρουθούνια ποὺ πάλλονται ἐρεθισμένα.
Δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ἀπὸ γδυμνὰ γυναικεῖα κορμιά, βίαιες πράξεις συνουσιασμού, μὲ θεατὲς τοὺς ἴδιους τούς προστάτες τῆς τιμῆς, τοὺς πατεράδες, τὶς μαννάδες, τ’ἀδέρφια, τὰ μωρὰ παιδάκια.
Κι’ αὐτοὶ αἰσθάνονται σὰν ἀπόκοσμοι, σὰν ὑπερφυσικοὶ ἐξουσιαστὲς τοῦ κόσμου, ποὺ τίποτα δὲν τοὺς εἶναι ξένο κι’ ἀπαγορευμένο. Ὅλα μποροῦνε νὰ τὰ ἐπιχειρήσουν καὶ νὰ τὰ τολμήσουν.
Αὐτοὶ τὴν ὥρα δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀνώτερος ποὺ διευθύνει καὶ κατώτεροι ποὺ ἐκτελοῦν μία, ἔστω κι’αὐτὴ τὴν ἀπάνθρωπη, ἐπιχείρηση. Ὑπάρχει μόνο δύναμη καὶ ἀδυναμία.
Γερμανοὶ καὶ Γενίτσαροι μπερδεύονται. Κοιλιοῦνται χάμω πλάϊ πλάϊ, συνεννοοῦνται σὲ μία παράξενην ἄναρθρη γλώσσα, ἀνακατεύονται μὲ κοπέλλες π’ ἀφρίζουν κι’ ἀντιστέκονται, μὲ Μαννάδες ποὺ λιγοθυμοῦν, μὲ γονιοὺς ποὺ ἔχουν δεμένα τὰ χέρια, μ’ ἄλλους πού χυμοῦν καὶ δαγκώνουν, καὶ μ’ ἄλλους ποὺ δεμένοι παρακολουθοῦν μὲ καταπιομένη τὴν γλώσσα καὶ γουρλωμένα τὰ μάτια.
Ἕνα συνεχούμενο μουγκριτὸ λιμασμένων ζώων ποὺ ἱκανοποιοῦνται , ἕνας λυγμός, σπαρασσόμενων ἀνθρώπων, μία πηχτὴ πνιχτὴ πλανταγμένη φρίκη ποὺ ξεχειλᾶ ἀπὸ κάποια λαρύγγια, κι ἀθῶες φωνοῦλες ποὺ ρωτοῦνε, χωρὶς ν’ ἀκούγονται, «Μπαμπά! Ὅλους θὰ μᾶς φᾶνε οἱ γερμανοί!...» Νὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ στιγμή.
Θέλετε ν’ ἀφήσομε λιγάκι καὶ τὴ φαντασία ἐλεύτερη, γιὰ νὰ συμπληρώσει τὸ ζωντανὸ πίνακα, μὲ τὶς ἐκφράσεις τῶν παιδικῶν προσώπων, μὲ τὴν τρομάρα τῶν παιδικῶν ματιῶν, μὲ τὴν ἀπελπισία πού ἐκφράζουνε οἱ ἀδέξιες παιδικὲς χειρονομιές, μὲ τὰ ξαφνιασμένα τρυφερὰ λογάκια πού φεύγουν ἀπ’ τὰ ἀγγελικὰ στόματα, μὲ τὴν προσπάθεια νὰ στραταρίζουνε ἀνάμεσα στὸν σπαρασσόμενο ἀνθρώπινο σωρό, γιὰ νὰ παρηγορήσουν μ’ ἕνα χάδι τὴ λιπόθυμη ἀδελφούλα, τὴ μισοσπαραγμένη Μαννούλα, ἢ τὸ δεμένο τραγικὸ θεατὴ πού λέγεται Πατέρας;
Δὲν ὑπάρχει δύναμη ποὺ ν’ἀντέχει στὴ δοκιμασία τέτοιας συμπλήρωσης. Ἡ καρδιὰ θὰ σπάσει. Θὰ τσακίσουν καὶ τὰ ἰσχυρότερα νεῦρα. Κι’ ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου θὰ χαθεῖ τελειωτικὰ ἀπὸ τὸν πλησίον. Ὅλη ἡ ζωή μας θὰ καταντήσει σὲ σύγχυση καὶ σὲ τρομερὴ ἀνείπωτη κρίση. Ὁ ὕπνος θὰ περιφρονήσει τὰ μάτια μας, ποὺ θὰ μείνουν ὀρθάνοιχτα, γιὰ πάντα, μπρὸς σὲ εἰκόνες φρίκης, αἱμάτων, διωγμῶν, ἀνθρωποφαγίας καὶ ἀνθρωποσφαγῆς.
Φτάνει ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα. Εἲν’ ἀρκετὴ ἡ συνέχεια ποὺ ἀκολουθεῖ, γιὰ νὰ βαθμολογήσει τοὺς ἀνθρώπινους πολιτισμούς. Ἡ φαντασία κουρνιάζει, ντροπιασμένη, μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ συνέχεια τῶν ἀνθρωπίνων ἐκδηλώσεων. Κι’ οἱ δυνάμεις ἑνὸς ἀνθρώπου εἶναι ἀσήμαντες κι’ ἀνίκανες, μπροστὰ στὸ πελώριο θέμα τῶν λεπτομερειῶν τῆς ὠμῆς αὐτῆς πραγματικότητας ποὺ λέγεται Ἑλληνικὴ Ἀντίσταση.
Δὲν ἔχομε καιρὸ γιὰ ξόμπλια καὶ «ἐνορχήστρωση τῆς φράσης», καὶ παιχνίδια.
Δὲν γράφονται μὲ πέννα τέτοια πράματα. Μὲ τὰ νύχια γράφονται. Κι’ ἀντὶς γιὰ μελάνι χρησιμοποιεῖται ὁλοσκέτο «ἀνθρώπινο αἷμαι, δάκρυα κι’ ἵδρωτας…»
Δυὸ ὧρες κράτησε αὐτὴ ἡ ἐξώκοσμη γιορτή. Τὰ ἀποχτηνωμένα ἀνθρώπινα ὄντα ἐχόρτασαν. Τὰ πάθη σκουντρίξανε βίαια, τυφλά, στὸν τοῖχο τοῦ κορεσμοῦ καὶ βρίσκονται σὲ κατάσταση μουδιάσματος.
Τότε ἀρχίζει πάλι τὸ λυχναράκι τῆς λογικῆς νὰ καπνίζει, μέσα στὴ σκοτεινὴ Κόλαση τῶν Παθῶν.
Ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικὸς κηρύσσει τὴ λήξη τοῦ… συμποσίου. Ἀνακρίνει τὸν Πρόεδρο. Ζητᾶ νὰ μάθει πού εἶναι οἱ ἀποθῆκες τῶν Ἀνταρτῶν καὶ πότε πέρασε τελευταία φορά, τὸ Στρατηγεῖο μὲ τοὺς Ἄγγλους Συνδέσμους.
Ὁ Πρόεδρος σωπαίνει. Τὸν παρατᾶ καὶ διατάσσει τοὺς γενίτσαρους, νὰ συνεχίσουνε τὴν ἀνάκριση, ὥσπου νὰ μιλήσει. Κι’ αὐτὸς πηγαίνει στὸν Παππά.
Οἱ γενίτσαροι βγάζουνε ἀπὸ μία δερμάτινη τσάντα τὰ ἐργαλεῖα τῆς ἀνάκρισης. Πένσες, τανάλιες, σουβλιά, ἐπιδέσμους κι’ ἁλάτι.
Συνεχίζουνε τὴν ἀνάκριση τοῦ Προέδρου, ἀπὸ … τὰ νύχια.
-Ὅταν ἀποφασίσεις νὰ μιλήσεις, πὲς το, νὰ σταματήσουμε…
Τοῦ τραβᾶνε τὰ νύχια. Τὸν ὑποχρεώνουνε νὰ τὰ κρατᾶ μὲ τὸ ἄλλο του χέρι, σὰν πολύτιμα ἀντικείμενα. Τὰ αἵματα τρέχουνε. Ὁ ἄνθρωπος πέφτει κάτω ἐξαντλημένος. Δυὸ τὸν σηκώνουνε καὶ τὸν στυλώνουν. Εἶναι, φαίνεται, ἀπαραίτητο νὰ γίνεται στὸ πόδι αὐτὴ ἡ «ἀνάκριση».
Μόλις τελείωσαν ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι, πασπαλίζουνε τὶς πληγὲς μὲ ἁλατοπίπερο καὶ τὶς δένουνε σφιχτὰ μὲ μία γάζα. Κι’ ἀρχίζουνε τὸ ἄλλο, σιγά, σοβαροί, σὰ νὰ μὴν εἶναι τὰ ἴδια ἔξαλλα ὄντα τῆς περασμένης στιγμῆς. Ἔχουνε συναίσθηση πώς αὐτὴ τὴ στιγμὴ κάνουν ἀνάκριση καὶ ὄχι γλέντια καὶ ὄργια.
Ὁ ἄνθρωπος κάτι θέλει νὰ πεῖ, στὸν πόνο του μέσα. Κάτι γιὰ νὰ βγεῖ ἕνας ἦχος. Μὰ νὰ μὴ μοιάζει μηδὲ μ’ ἀναστεναγμό, μηδὲ μὲ λόγο προδότη.
- Δὲν ξέρω τίποτα! Φωνάζει.
Οἱ «ἀνακριτὲς» δὲν τοῦ δίδουν σημασία. Σκύβουν στὴ δουλειά τους, σὰν γιατροὶ ψύχραιμοι, ποὺ πρέπει νὰ τελειώσουν, μὲ προσοχὴ μίαν ἐπικίντυνη ἐγχείρηση.
Φαίνεται, πώς ὁ γερμανὸς τελείωσε καὶ μὲ τὸν παππά. Γιατί τὸν ἔχει παραδώσει σ’ ἄλλο συνεργεῖο γερμανῶν «ἀνακριτῶν».
Αὐτοὶ γαυγίζουνε στὴ γλώσσα τους κάτι ἄναρθρες κραυγές, κι’ ἀφοῦ δὲν πέρνουνε καμμιὰν ἀπάντηση ἀνάβουν ἕναν ἀναπτήρα καὶ βάζουνε φωτιὰ στὴ γενειάδα του. Κι ὅταν τσουρουφλίστηκε σταματοῦνε πάλι καὶ ξαναγαυγίζουνε. Ἔπειτα συνεχίζουν. Σιμώνουνε τὸν ἀναπτήρα στὰ ματόκλαδα. Στὰ φρύδια ἀγωνίστηκαν πολὺ γιὰ νὰ βάλουν φωτιά. Τοῦτοι εἶναι πιὸ ἤρεμοι. Δὲν θυμώνουνε ποὺ ὁ παππᾶς προτιμᾶ νὰ ἐγχειρίζεται λιπόθυμος, ξαπλωμένος χάμω. Δὲν τὸν βασανίζουν νὰ τὸν κρατοῦν ὄρθιο.
Κάποιος εἶδε κι ἀπόδε, θόλωσε ὁ νοῦς του καὶ ρίχτηκε στὸν πρῶτο δρόμο πού ἔβλεπε. Εἶναι γυναίκα. Οἱ γερμανοὶ πού φρουροῦνε γύρω στὴν πλατεία, ρίχνουνε μ’ ὁπλοπολυβόλο.
Προσέχουνε ὅμως, ὅπως φαίνεται, νὰ μὴν τὴ βροῦνε. Γιατί ἡ γυναίκα ξαναγυρίζει πίσω, τραβώντας τὰ μαλλιά της ἀπὸ ἀπελπισία. Δὲ θέλησαν νὰ τὴ σκοτώσουν. Ἔπρεπε νὰ ζεῖ καὶ νὰ βλέπει, ὡς τὸ τέλος, τὰ ὅσα γίνονταν γύρω της.
- Ἢ θ’ ἀμολύσει ἡ γλώσσα σας ἢ θὰ σᾶς κάνουμε λουρίδες νὰ σᾶς πετάξομε στὰ σκυλιά…
Αὐτὴ τὴν ἀπειλὴ πετᾶ στὸ πλῆθος ὁ Καπετανάκης. Κανένας δὲν ἀμφιβάλλει πώς ἡ φοβέρα θὰ πραγματοποιηθεῖ. Βλέπουνε καὶ χειρότερα.
Ἡ Ἑλένη Γκουραμάνη φορᾶ κάτι δαχτυλίδια, ποὺ δυσκολεύεται νὰ τὰ τραβήξει ὁ γερμανὸς ποὺ τὰ τραβᾶ. Ἕνας ἄλλος ἒς-ἒς πλησιάζει τοῦ χαμογελὰ πολὺ εὐγενικά, τὸν παραμερίζει καὶ δίνει μία στὰ δάχτυλα μ’ ἕνα μαχαίρι κι’ ἀπομένουν στὰ χέρια του τὰ ἀποκόμματα, πού σπαρταροῦνε, μὲ τὰ δαχτυλίδια. Κρατάει τὸ ἕνα καὶ δίνει στὸ σύντροφό του τὸ ἄλλο. Γελοῦνε, σὰν σατανάδες, καὶ χώνουνε στὴν τσέπη τους τὰ δαχτυλίδια μαζὶ μὲ τὰ δάχτυλα καὶ τὰ αἵματα. Κι’ ὁ ἄνθρωπος; Τί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος!
Μά, στὰ σοβαρά, μπορεῖ νὰ δίνει κανεὶς σημασία στὸ τί ἀπόγινε μία γυναικούλα, μέσα σὲ τούτη τὴ κόλαση, ἐπειδὴ τῆς κόψανε δυὸ δάχτυλα! Μικροεπεισόδιο, ποὺ ἂν δὲν χώνανε στὶς τσέπες δάχτυλα καὶ δαχτυλίδια μαζί, δὲ θὰ τὸ προσέχαμε καθόλου. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ προσέχει αὐτὴ τὴ στιγμή; Καθένας περιμένι πὼς θὰ ξυπνήσει ξαφνικά, τρομαγμένος, θὰ χαμογελάσει, καὶ θὰ διηγιέται τ’ ὄνειρό του. Κανένας δὲν ἀντέχει νὰ πιστέψει στὴ συμφορά. Μόνο ἡ γερόντισσα Μαρία Γκουραμάνη, ἑξήντα τριῶ χρονῶν, προσπαθεῖ νὰ δαγκώσει τὶς φλέβες τοῦ χεριοῦ της, χωρὶς νὰ τὸ καταφέρνει ὡς τὸ τέλος. Ἔχει πειστεῖ, φαίνεται, πώς δὲν ὀνειρεύεται.
Ξάφνου ἀκούγεται μία φοβερὴ κραυγή. Μοιάζει μὲ μούγκρισμα θεριοῦ. Ὅλοι νομίζουνε πώς ἔτσι ἔρχεται τὸ τέλος. Καὶ τὸ εὔχονται. Ἀλλὰ κανένας Θεὸς δὲν τοὺς ἀκούει. Ὁ γερμανὸς λοχαγὸς κάτι γκαρίζει. Κι’ ὅλοι, γερμανοὶ καὶ γενίτσαροι σταματοῦνε τὴν «ἀνάκριση».
Χωρίζουνε τὸν κόσμο σὲ δυό. Ἡ μία παρτίδα ἔχει εἴκοσι ἕξη. Ἡ ἄλλη ἑβδομήντα. Τοὺς βάζουνε ἀνάμεσα στὰ ὁπλοπολυβόλα καὶ ξεκινοῦνε. Ἡ μικρὴ ὁμάδα ὁδηγεῖται στὸ σπίτι τοῦ Ντακούδη. Κι’ ἡ μεγάλη στὸ φοῦρνο τοῦ Ἀναστάση Γκουραμάνη.
Πολυβόλα τοποθετοῦνται γύρω-γύρω, μὲ τὶς μποῦκες στραμμένες πάνω στὸ χτίριο. Οἱ ἑβδομήντα κολασμένοι πῆραν ἀνάσα. Θὰ τοὺς ἔκλειναν μέσα ἐκεῖ. Ὁ φοῦρνος θὰ ἦταν ἡ φυλακή τους. Τουλάχιστον νὰ μείνουν μόνοι τους ἕνα λεπτό! Νὰ ,μὴ θωροῦν φῶς. Νὰ κλείσουν τὰ μάτια νὰ μὴ θωροῦν τίποτα.
Ἕνας ἒς-ἒς λέει κάτι στὸ λοχαγό. Αὐτὸς χαμογελᾶ καὶ κουνᾶ τὸ κεφάλι, σὰ νὰ θέλει νὰ πεῖ: κάντε ὅτι θέλετε.
Ὁ πρῶτος μεταβιβάζει στοὺς ἄλλους τὰ ὅσα εἰπώθηκαν. Ἀλλοίμονο! Εἶναι ἡ ἔγκριση γιὰ δεύτερο ξεχαλίνωμα καὶ ἀκολασία…
Τὰ ὅσα γίνηκαν στὴν πλατεῖα δὲν εἶναι τίποτα, μπροστὰ σὲ τοῦτο τὸ κύμα τῆς θηριωδίας. Ἐδῶ πιὰ γίνεται ἕνας ξετσίπωτος ἀνταγωνισμὸς χτηνῶν, μὲ τὴν ἐποπτεία τῆς λογικῆς. Ναί! Ἡ λογικὴ λειτουργεῖ γιατί δοκιμάζουνε τὴν ἀντοχή τους, παραβγαίνουν σὲ σαδιστικὰ τερτίπια κι’ ὅλοι τους ξελαχανιάζουνε νὰ προλάβουν ὅτι παραπάνω μπορέσουνε.
Κοριτσάκια ὀχτὼ καὶ δέκα χρονῶν ἀτιμάζονται! Χειρουργοῦνται! Αὐτὸς εἶναι ὁ σωστὸς ὁρισμός. Ἀκόμη καὶ γερόντισσες μὲ κάτασπρα μαλλιὰ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ ἀνώμαλους ποὺ θέλουνε νὰ παίξουνε μόνο, ὕστερα ἀπ’ τὸ μπούχτισμα καὶ τὴν ἐξάντληση. Κοπέλλες καρφώνουνε τὰ νύχια τους βαθιὰ στὶς κόχες καὶ τραβοῦνε τὰ μάτια τοὺς ὄξω. Ἕνας γέροντας ἀγωνίζεται νὰ σπάσει τὸ κεφάλι του. Κτυπώντας το μὲ λύσσα στὸν τοῖχο. Κι’ ἕνας γερμανὸς χαριεντίζεται ὄρθιος μὲ δυὸ μαστούς, ποὺ ἔκοψε μὲ τὸ μαχαίρι καὶ τοὺς κρατᾶ καὶ παίζει καὶ κάνει πώς λιγώνεται, γιὰ νὰ χαχανίζουν κάποιοι ἒς-ἒς ποὺ στέκονται παράμερα, κουρασμένοι, σουρωμένοι, σὰ σκύλοι ποὺ πάσχουνε ἀπὸ σκορβοῦτο. Τὰ αἵματα τῶν μαστῶν στάζουνε πάνω στὸ κεφάλι τῆς κοπέλλας, ποὺ ξεψυχᾶ, σπαράσσει τοὺς στερνοὺς σπασμούς, κι’ ἀγωνίζεται νὰ δαγκώσει μία ματοβαμμένη πέτρα.
Ἐδῶ ἔχει χαθεῖ κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τοὺς νόμους της. Λὲς καὶ παραφρόνησαν θεριά, μέσα σὲ κίντυνο, κι’ ὁρμοῦνε νὰ δοκιμάσουν ὅτι μπορεῖ ἀκόμα νὰ τοὺς προξενήσει τὴν αἴσθηση τῆς ζωῆς, νὰ τοὺς δόσει τὴ γεύση τῶν πραγμάτων, πρὶν νὰ χαθοῦνε γιὰ πάντα ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων τὸν κόσμο.
Τέτοιαν ἐξήγηση μονάχα θὰ πρέπει νὰ δόσει κανείς, γιατί δὲν τολμᾶ νὰ φαντασθεῖ πώς τὸ λυχναράκι ἐξακολουθεῖ ν’ ἀνάβη ἀκόμη καὶ νὰ φωτίζει τοῦτο τὸ σκοτεινὸ ἐγκληματικὸ χάος ποὺ μουγκρίζει.
Πάλι ἕνα γκάρισμα τοῦ γερμανοῦ λοχαγοῦ δίνει τὸ σύνθημα νὰ σταματήσει ἡ αἱματοποσία καὶ τ’ ὄργιο.
Τότες, ὅλοι μαζί, σπρώχνουνε τὸν κόσμο μέσα στὸ φοῦρνο. Τοὺς λιγοθυμισμένους τοὺς ἁρπάζουνε μασχάλες, πόδια, τοὺς ταλαντεύουνε λίγο στὸ κενό, καὶ τοὺς πετᾶνε σὰν ψοφίμια στὴν πόρτα ποὺ χάσκει καὶ περιμένει.
Τὰ μωρὰ φοβοῦνται, ξαγριεύονται, καὶ προσπαθοῦνε μὲ κωμικά, χαριτωμένα, τραγικὰ τσαλιμάκια νὰ ξεφύγουν. Μπερδεύονται στὰ πόδια τῶν ἒς-ἒς , κι’ αὐτοὶ τὰ κλωτσοῦνε στὰ στομαχάκια καὶ τὰ πετᾶνε σὰν τόπια χάμω. Ἕνα ποὺ μπόρεσε ν’ ἀπομακρυνθεῖ, μέσα στὴ σύγχιση, προσπαθεῖ τὸ καϋμενάκι νὰ κρυφτεῖ πίσω ἀπὸ ἕνα δεντράκι σὰν τὸ μπρατσάκι του. Ὁ ἒς-ἒς ἁπλώνει ἀδιάφορα τὸ χέρι του, ἁρπάζει τὸ μωρὸ – εἶναι 2 χρονῶ καὶ λέγεται Ἀριστόδουλος Λασκαρίδης- ἀπὸ τὰ ποδαράκια καὶ τοῦ σηκωχτυπᾶ τὸ κεφαλάκι του σὲ μία πέτρα. Μὲ τὸ πρῶτο, τὸ κεφαλάκι ἄνοιξε κι’ ἀπὸ τ’ἀθῶο στοματάκι τοῦ ἔφυγε ὁ τελευταῖος κελαϊδισμός. Τὸ πτωματάκι τὸ πέταξαν, σὰν σκουπιδάκι, μέσα στὸ φοῦρνο, συντροφιὰ τῶν Μανάδων ποὺ παρακολουθοῦνε καὶ … γελοῦν, χτυποῦνε τὰ γόνατα ἀπὸ τὰ γέλια καὶ ἀκοῦς νὰ φωνάζουνε ἀλλόκοτα λόγια: «Ζήτω ὁ Θεός! Ζήτω ὁ Ἀριστόδουλος! Γέλασε μωρὲ καὶ σύ!...»
Μία ὁμάδα γενίτσαροι, κουβαλάει τσουβάλια ἄχυρα καὶ δεμάτια σανό. Μερικοὶ ἄλλοι φέρνουνε ἀπ’ τὴν αὐλὴ τοῦ φούρνου δεμάτια θυμάρια ξερὰ καὶ τὰ στοιβάζουν στὴν πόρτα καὶ στὴν μπούκα τοῦ φούρνου.
Ἡ ἐλπίδα λέει στὸν ἄνθρωπο, πώς τὰ φέρνουνε γιὰ νὰ κλείσουν τὴν πόρτα. Κι’ ἂς ἔχει ἡ πόρτα στέρεα πορτόφυλλα καὶ γερὴ κλειδαριά.
Ὁ γερμανὸς κάτι διατάζει πάλι καὶ οἱ ἒς-ἒς σὰ νὰ δυσαρεστήθηκαν. Ὁ κόσμος εἶναι στριμωγμένος στὸ ζυμωτήριο καὶ στὴν ἀποθηκούλα τοῦ φούρνου. Μερικὰ παιδιά, στὸ φόβο τους ἀπάνω, ἐκρίνανε πώς θάσαν πιὸ ἀσφαλισμένα, νὰ τρυπώσουνε στὸν ἴδιο τὸ φοῦρνο. Καὶ κάθε τόσο ξεπροβαίρνουνε κατάχλωμα μουτράκια κι’ ἀλαφιασμένα μάτια γιὰ νὰ δοῦνε τί γίνεται!
Τὸν Πρόεδρο τὸν ἔχουν ἀκόμη στὴν αὐλή. Τρέμει σύγκορμος. Σὰ νὰ μαντεύει τί τὸν περιμένει. Μὰ πάλι, εἶν’ ἀδύνατο νὰ ὑπάρχει ἀνθρώπινο μυαλό, ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ βαστᾶ σὲ τέτοια λογικὴ συνέχεια τῶν γεγονότων, τῶν εἰκόνων καὶ τοῦ πλήθους τῶν συναισθημάτων τῆς στιγμῆς.
Τὸν βάζουνε κάτω τ’ ἀνάσκελα. Ἀκουμποῦνε τὰ πόδια του ψηλὰ σὲ μία μεγάλη πέτρα. Ἀκουμπᾶνε ἀκριβῶς στὴν πέτρα τὰ μεριά. Τρεῖς τέσσερις τὸν κρατοῦνε ἀκίνητο. Κι’ ἕνας ἒς-ἒς πριονίζει καὶ κόβει τὰ πόδια 5-10 πόντους ἀπάνω ἀπὸ τὰ γόνατα, μὲ σκουριασμένο πριόνι. Μούγκριζε κάμποση ὥρα. Ὕστερα τίποτα. Πιστεύω νὰ εἴτανε πεθαμένος πιὰ ὅταν τὸν πέταξαν μέσα στὸ φοῦρνο, μαζὶ μὲ τὸ μυστικό τοῦ ἀγώνα. Ξοπίσω πέταξαν καὶ τὰ πόδια. Τὰ πόδια προσπαθοῦνε νὰ ξαναπατήσουνε στὴ Γῆ κι’ ἂς εἶναι κομμένα μὲ τὸ πριόνι.
Μόλις μπῆκε λοιπὸν κι’ Αὐτὸς στὸ φοῦρνο, ἄρχισαν τὰ πολυβόλα ἀπ’ τὰ παράθυρα κι’ ἀπὸ τὶς πόρτες.
Ἐδῶ πιὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ περιγράψει τὶς φωνοῦλες τῶν μικρῶν παιδιῶν πού φώναζαν τὴν .. Παναγία, τὶς κραυγὲς τῶν πληγωμένων ποὺ παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀποτελειώσουν, τὶς ξέφρενες, βραχνὲς φωνὲς τῶν Μαννάδων ποὺ ἱκέτευαν γιὰ τὰ παιδιά, καὶ τὶς στριγγλιὲς αὐτῶν ποὺ παραφρόνησαν καὶ τὴ μία φοβέριζαν, τὴν ἄλλη ἔβριζαν καὶ τὴν ἄλλη ἔταζαν στὸ Θεὸ ληόφυτα καὶ ἀμπέλια.
Δὲν εἶναι ὁμάδα ἀνθρώπων ἐκεῖ μέσα. Εἶναι ἡ Κόλαση μὲ τὰ κατράμια καὶ τὰ καζάνια καὶ τὰ χοχλακιστὰ νερὰ καὶ τοὺς κολασμένους ποὺ σιγοψήνονται.
Κάποιος ἔβαλε φωτιὰ στὰ ξύλα ποὺ ἔχουνε σωριαστεῖ στὴν εἴσοδο. Μὰ καὶ μέσα στὶς φλόγες βλέπεις ἀκόμα ν’ ἁπλώνονται χέρια πού προσπαθοῦνε κάπου νὰ πιαστοῦν, χεράκια ποὺ θὰ γυρεύουνε νὰ τὰ χαϊδέψουνε καὶ νὰ τὰ σύρουν ὄξω, ἀλλόφρονα μάτια ποὺ σπιθηροβολοῦνε πιὸ ἄγρια κι’ ἀπὸ τὶς φλόγες.
Μερικοὶ ἄνδρες καταφέρνουνε καὶ πηδοῦνε ὄξω. Τοὺς μαχαιρώνουνε καὶ τοὺς ξανασπρώχνουν μέσα. Τὰ πολυβόλα καὶ πάλι δουλεύουνε καὶ τίποτα πιὰ δὲν φαίνεται. Κι’ οἱ φωνὲς ἐπάψανε. Ἡ Ἐλπίδα θὰ ἔχει ἀποχαιρετήσει τὸν ἄνθρωπο. Μόνο γουργουρητὰ γροικᾶς καὶ τὰ παιχνίδια τῆς φωτιᾶς μὲ τὰ ξερὰ ξύλα.
Μία στιγμὴ φωνάζει ὁ Καπετανάκης:
-Ὅσοι ζοῦνε νὰ βγοῦν ὄξω.
Ἡ Ἐλπίδα τραγουδᾶ σ’ ἕνα μακρινὸ βουνό…
Μισοψημένα μοῦτρα φαίνονται, τσουρουφλισμένα κεφάλια, σαστισμένα παιδικὰ προσωπάκια ποὺ πάνω τους σαρκάζουνε σπασμοὶ τῆς ὀδύνης γιὰ τ’ἀνθρώπινο καὶ τὴ ζωή.
Ὁ δήμιος, ὄξω ἀπ’ τὶς φλόγες, ρωτᾶ τοὺς μάρτυρες ποὺ ἀναδύονται ἀπ’ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ καμίνι, γιὰ τελευταία φορὰ στῆς ζωῆς τὸ φῶς.
-Ὅποιος θέλει νὰ μιλήσει νὰ βγεῖ ὄξω.
Ὅλοι βγήκανε. Ὅσοι μποροῦσαν ν’ ἀναπνὲν ἀκόμη καὶ νὰ σέρνονται.
-Τί ἔχετε νὰ πεῖτε;
-Λυπηθεῖτε μας! Δὲν ξέρομε τίποτε! Ἔλεος!
-Γυρίσετε πίσω!
Μία φωνὴ ποὺ ἴσα-ἴσα ἀκούγεται ἀκόμα, ἀπαντᾶ.
-Δὲν θὰ προλάβετε νὰ φύγετε! Ρουθούνι δὲ θ’ ἀπομείνει ἀπὸ σᾶς πουλημένοι.
Ἡ φωνὴ εἴτανε μιᾶς κοπέλλας 13 χρονῶ, ποὺ τὴν παραλαβαίνει ἡ ἱστορία, μὲ τ’ ὄνομα Ἄννα Κουκαρούδη.
Σπρώχνοντας, βρίζοντας, χτυπώντας μὲ τοὺς ὑποκόπανους τοὺς ξαναπέταξαν μέσα.
- Μὴν ξοδεύεται ἄλλα φυσίγγια! ἀκούγεται ἡ διαταγή. Βάλτε φωτιὰ καὶ στ’ ἄλλα ξύλα.
Σὲ πέντε λεπτὰ οἱ φλόγες εἴχανε ζώσει ὅλο τὸ χτίριο. Οἱ πύρινες γλῶσσες ὑψώνονται ἀπάνω ἀπ’ τὴ σκεπή, καὶ διαλαλοῦσαν στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων πώς ἑβδομήντα Ἕλληνες ἐδικαιώσανε ἀκόμα μία φορὰ τὴν ὕπαρξη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Τὴν ἴδιαν ὥρα, μία ἄλλη πυρκαϊά, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ, εἰδοποιοῦσε πώς κι’ οἱ ἄλλοι εἰκοσιτέσσερις ποὺ κλείστηκαν στὸ σπίτι τοῦ Ντακούδη, τελείωναν κι’ αὐτοὶ καὶ φεύγανε μὲ τὸ μυστικό τους, πρὸς τὸν κόσμο ποὺ δὲν ὑπάρχουνε τέτοια ὄνειρα καὶ τέτοιοι ἀνθρώπινοι πολιτισμοί.
Ἀπὸ τοὺς Ἐθνομάρτυρες αὐτούς, πού ἅπλωσαν τὰ πάλλευκα χέρια τους στοὺς Μάρτυρες τοῦ Κρητικοῦ Ἀρκαδιοῦ, ἀπὸ ἕνα ἀσήμαντο φοῦρνο τοῦ Χορτιάτη, θὰ λείπουνε δυό, ὅταν θὰ γίνει τὸ προσκλητήριο στὴ Χώρα τῶν Ἡρώων του Ἔθνους.
Αὐτοὶ οἱ δυό, μέσα στὴν μπόρα καὶ τὴν σύγχυση, κατάφεραν νὰ φύγουν μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες. Εἶναι: Ἡ Μαρία Ἀγγελίδη, σαράντα χρονῶν, καὶ ἡ Βασιλικὴ Γκουραμάνη 14, πού ζήσανε γιὰ νὰ μᾶς διηγοῦνται πώς πεθαίνουν οἱ Ἥρωες, πώς κρατᾶν τὸ μυστικό του Ἔθνους, καὶ πώς κερδίζεται ἡ λευτεριά. Κι’ ἀκόμη, μὲ τί ποτίζεται τὸ δεντρὶ τῆς Νίκης.
Εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν τὶς ἀντιλήφθηκαν οἱ γερμανοί. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι πώς τὶς ἄφησαν σκόπιμα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴν ἀπίστευτη φρίκη καὶ τὸ ἀνήκουστο θέαμα στοὺς ἄλλους, στ’ ἄλλα χωριὰ στὴν Ἑλλάδα ὁλόκληρη, καὶ νὰ σπείρουν τὸν τρόμο, τὴ σύγχυση καὶ τὸν πανικὸ στὸν ἀγωνιζόμενο Λαό.
Τὸ κέρδος τῶν δημίων θὰ εἴτανε ν’ ἀμβλύνουνε, μὲ τὸν τρόπον αὐτό, τὴ μαχητικότητα τῶν Ἑλλήνων, γιὰ νὰ ἐλπίσουνε οἱ ἴδιοι σὲ μία σιωπηρὴ ἀνακωχή, σὲ μίαν ἄφωνη συμφωνία πώς σὲ ὥρα ὕποχωρησης ἢ συμμαχικῆς ἀπόβασης, τὸ ἐσωτερικὸ μέτωπο θὰ ἔμενε ἀδιάφορο κι’ ἀκίνητο. Κι’ ἀκίντυνο.
Ὡς τὴν ὕστερην ὥρα οἱ Οὗννοι δὲ θέλησαν νὰ πιστέψουν πώς ὁ Λαός μας δὲν ξέρει νὰ παζαρεύει τὴν ἐλευτεριὰ καὶ νὰ βάζει διατίμηση στὶς θυσίες του.
Πόλεμο ἔκανε γιὰ τὴν Ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. – Γιὰ τὴν αὐτοδιάθεση τῶν Λαῶν τῆς Γής. – Γιὰ τὴν κατάργηση τῆς Πενίας καὶ τοῦ Τρόμου. – Γιὰ τὴ συντριβὴ τοῦ Φασισμοῦ.
Γιὰ τὴ ΜΑΥΡΗ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ δὲν προβλέπει τὸ συμβόλαιό του μὲ τοὺς λαοὺς τῆς Γῆς…
Αλλα κουραγιο...
υσ απο την ιστοσελιδα, Ἀρετή ΚΑΙ Τόλμη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Κατ'άλλα ακόμα διεκδικούμε τις αποζημιώσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαμένη και η θυσία των μαρτύρων αυτών!
Χαμένα όλα!
Και συ μου λες γιατί δεν σου γράφω...
Εχεις πάει ποτέ στον Χορτιάτη???
Δεν χορταίνουν τα μάτια σου την φυσική ομορφιά του!
Μια μετάφραση βρε Δημήτρη μου να τη στείλουμε στη Μέργκερ την Αγγέλα ... να δω αν ποτε καταφέρει να ξοφλήσει την Ελλάδα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε που μας τα θυμίζεις... γιατί για να πούμε και του στραβού το δίκαιο πρώτοι εμείς τα ξεχνάμε...γι αυτό και οι κατάντια μας...
kariatida62 καλημερα, τιποτα δεν παει χαμενο, γιατι αυτοι οι καθημερινοι συνανθρωποι μας τοτε, μας δειχνουν τι παει να πει ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΙΔΑΝΙΚΑ, μεσα απο την θυσια τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓι'αυτο μας εχουν βαλει τοσα χρονια τετοιους ''κυβερνητες'', γι'αυτο τοσα χρονια με τις πατσαβουροφυλλαδες τους και μετα με τα γ...καναλα τους, διαμορφωνουν την κοινη γνωμη και σκαβουν αυλακι μεταξυ των Ελληνων, υποτελεις της νεας ταξης, που ειναι τοσο παλια, οσο και η ιστορια του Ελληνικου κρατους.
Εχουμε παει πριν χρονια στην μεγαλη διαδηλωση στην Θεσσαλονικη και καναμε μια ''βολτα'', στο Πανοραμα και την Καλαμαρια, απο το λιγο που ειδαμε........................εμενα επανω αν υπηρχε η δυνατοτητα, αλλοι ανθρωποι, πιο γελαστοι, απο εμας εδω.................χαμω...
ElenaG καλημερα, δεν χρειαζεται μεταφραση, τα δικαστηρια της Γερμανιας εχουν βγαλει αποφασεις, που ειναι εναντιον καθε αποζημιωσεις, οι ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ----μη ξεχναμε οτι ο μεγαλοιδεατισμος και ο ακρατος ιμπεριαλισμος των αστων Γερμανων, συνεπικουρουμενος, απο τους καπιταλιστες Εγγλεζους, τοτε, τους Αμερικανους, μετα, εχουν κοστισει εκατομυρια νεκρους στην ανθρωποτητα, με τους δυο παγκοσμιους πολεμους, που εχουν ξεκινησει, χαριν των πηγων ενεργειας και βαζοντας μπροστα, ποτε αυτοκρατορες, ποτε χιτλερ-----στηνουν παλι την ιστορια απο αρχης και παρουσιαζουν τα εγκληματα τους, ως αναγκαια, γιατι τους........................................αντιστεκονταν οι υποδουλωμενοι λαοι, ξερουν αυτοι, ακομα εχουν το ''δογμα'', η Γερμανια υπερ ανω ολων, ετσι ξεστρατιζουν τον Γερμανο και τους δορυφορους λαους---Ολλανδους, Αυστριακους, κ.α----και μεσα απο υπερπατριωτισμο, η υποβοσκοντα ναζισμο, κανει ''παιχνιδι'' η αρχουσα ταξη, εργαλεια στα χερια, ενος συστηματος, που θελει τα το 99% ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ, ΝΑ ''ΖΗΣΕΙ'', ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑ, αλλωστε τωρα εχουν πολυ ισχυρους συμμαχους, της ΤΡΑΠΕΖΕΣ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟπως ακριβώς το λες για τους πάνω και την διαφορά τους απο μας εδώ χάμω!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤους επιθύμησα και λέω να πάω να τους δω μια βόλτα...!
Ήδη τόμαθαν και με περιμένουν με χαρά!
Καλημερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα 'μαι και γω!!!!
Ο Χορτιατης ειναι μονο 12 χιλ. απο Θεσ/νικη!!
Την εποχη εκεινη οπως και για πολλα χρονια στη συνεχεια ειναι ζωτικος χωρος της Θεσ/νικης καθως ειναι η περιοχη οπου υπηρχαν τα Υδραγωγεια της Θεσ/νικης.
Οι Γερμανοι ειχαν ισχυρη φρουρα προκειμενου να διαφυλαττουν το υδραγωγειο και τους Αγωγους.
Πεντε χιλιομετρο νοτιοτερα βρισκεται το Ασβεστοχωρι.....με ισχυρο ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ σε αντιθεση με τον Χωρτιατη.Καθως ο δρομος απο την Θεσ/νικη μεσω Σειχ-Σου [δασος] ειναι και περασμα προς Νηγριτα κλπ.
Οι ΓΕΡΜΑΝΟΙ στρατιωτες σκοτωθηκαν απο Ανταρτικο τμημα Ασβεστοχωριτων με την διαφορα πως η επιχειριση εγινε στην περιοχη του Χωρτιατη..........με αποτελεσμα να συμβει η φρικαλεοτητα.........
Το ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙ πληρωσε Αργοτερα οχι βεβαια με "γενοκτονια".
Το ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙ "Φιλοδωρηθηκε" για την προσφορα του στην Αντισταση και τους νεκρους του, με ΜΑΖΙΚΕΣ ΕΚΤΩΠΙΣΕΙΣ στις ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΕΙΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ.
Γεια, χαρα ,.....η φιλη σου η Ασβεστοχωριτησα!!!!!
Το εχω ξαναπει...Και με αποπηρατε τοτε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠως καποιανων ο τοπος...Επρεπε να μεινει...Ενας τεραστιος βοσκοτοπος...!!
και των ντοπιων συνεργατων τους τα σπιτια..Επρεπε να βαφτουνε κατακοκκινα...Απο το κεραμιδι...Ως τα πατωματα...
Δημοσια δαπανη...
Για να ξεδιαλαινει η Ηρα απο το Σταρι...
Σαν θα πεθανουνε αυτοι οπου τα ζησαν αυτα...
Και νοιωσανε τα μαχαιρια στη σαρκα τους...
Κι ο Πανδαμαντωρ χρονος..Θα κλεισει τις πληγες...!!
Οτα θα πας ΚΑΡΥ...Και "μιλησεις" με τα θυματα...
Αυτεινης της τραγωδιας...!!
Ρωτα τους...!!
Ποσο Σταλινικη κι απανθρωπη ειναι...
Μια τετεια σκεψη...!!
Να σου πουνε...!!
Tasoula καλησπερα, το εντυπωσιαλο, το πανω απο τ'ανθρωπινα, ητανε το ηθικο τους, βγηκαν μεσα απο την φωτια και τους μιλησαν και ηξεραν οτι θα τους σκοτωσουν, ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ, ΦΑΡΟΙ ΓΙΑ ΕΜΑΣ, ΤΟΥΣ ΑΚΑΠΝΟΥΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαιρετισματα Ασβεστοχωριτησα, στον καλο μας τον Βασιλη...
Μαστορα καλησπερα, σιγουρα οχι εδω δεν θα σε ειχα αποπαρει, για τετοια ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ, με τις ''ευλογιες'' μου, σαδιστες και μισανθρωποι, εκτελεστες μωρων, κανενα ''δικαιο'' πολεμου δεν τους καλυπτει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήkariatida62 καλησπερα, εσβησα την προηγουμενη απαντηση, γιατι μου εβγαλε το ματι το ''ημαστε'', οποτε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιμαστε ολοι χαμουτζιδες...
Ε,εεεε, μπαστα!!!!Ειμαστε και μεις εδω!!!χαχαχα
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρε Μαχαίρη επειδή είμαι και λίγο γκάου εγώ και δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς μου γράφεις, εννοείς ότι εγώ σ'ειχα αποπάρει?
ΑπάντησηΔιαγραφήΥποστήριξα εγώ ποτέ πως αυτά πρέπει να ξεχαστούν???
Πώς δεν πρέπει να γραφούν επίσημα στην Ιστορία?
Να παραδεχτούν και να αποζημιώσουν???
Δεν καταλαβαίνω ωρέ τι μου γράφετε...είμαι γκάου σας λέω!
Καλά έκανες Δημητράκη και το έσβησες! Χαμουτζήδες λοιπόν! Ε, δεν έχουν κι'άδικο που βόρειοι μας φωνάζουν έτσι! Γέμισε η Αθήνα, πνίγηκε απο τους Πελοποννήσιους!
Γιατί αυτοί είναι οι πραγματικοί χαμουτζήδες!
Tasoula γραψαμε, ΑΣΒΕΤΟΧΩΡΙΤΙΣΣΑ, ξεχωρισαμε οι πανω με τους χαμω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε καποιο αλλο μπλογκι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟπου ειχε γινει συζητηση...Το ειπα;;
Γιατι γαργαλιεστε, οτι θα το ελεγα για σας;;;
Αυτος που πρεπει να ξερει...Ξερει...!!
Εσας σας αγαπαω...Οτι ειναι να σας λεω το λεω...
Καταφατσα...!!
ΩΩΩΩΩ....!
Ο ΑΡΘΟΓΡΑΦΟΣ ΑΣ ΠΑΕΙ ΞΑΝΑ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ..ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΕΣ?ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΙΔΕΣ?ΤΗ ΛΙΣΤΑ ΤΗΝ ΠΗΡΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥ???
ΑπάντησηΔιαγραφή