Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010
ΑΓΑΝΤΑ...Καλοκαιρακι και παμε και ερχομαστε στα νησια, το καραβι που μας ''κουβαλαει'' ειναι ενας ''ζωντανος'' οργανισμος, τι του δινει αυτη την ''μεταφυσικη'' του διασταση? Το πληρωμα του, το πλενει, το ''ταιζει'', το δινει την ροτα, το εμψυχο και το αψυχο γινονται ενα. Μαζι παλευουν την θαλασσα την αγριεμενη, μαζι απαγκιαζουν στο λιμανι, κουρασμενοι αλλα και νικητες, μαζι απολαμβανουν το ακυματιστο ταξιδι κοιταζοντας τα δελφινια να παιζουν με την πλωρη και τα χελιδονοψαρα να κανουν τις πιρουετες τους στο σκασιμο του νερου, οι γλαροι συμπαραστατες πετανε συντροφια με το σκαρι και ''κουτσομπολευουν'' την κινηση επανω στα καταστρωματα. Ταξιδια, ροτες, λιμανια, επαγγελμα δυσκολο του ναυτικου, επαγγελμα ''μαγγιωρο'', εδω στο κομοδεσιο αλλα και κατω στην μηχανη, πρεπει να το ''λεει'' η καρδια σου, κοψε την αριστερη, δωσε κλειδια, 30,25,20,κοψε την δεξια,15, ολα κρατει, 10,5, καπετανιε ολα ενταξει, αγαντα οι καβοι, ριξε εναν στην πλωρη να το σιγουραρουμε, μπραβο παιδια. Οπου και να ειναι πληρωμα ο ναυτεργατης, ποσταλι, φορτηγο, γκαζαδικο, ψυγειο, ''δουλευει'' για τον ιδιο αλλα και το ''φιλαρακι'' του το σκαρι, εχουν δυναμη χαρακτηρα οι ναυτικοι, τους εχει καθαρισει η αλμυρα του νερου, τους εχει κανει θυμοσοφους το ταξιδι απο λιμανι σε λιμανι, απο αυτη την ''ρατσα'' ανθρωπων, θυμηθηκα εναν δευτερο καπετανιο απο την Ανδρο, τον ΜΗΤΣΟ ΤΑΤΑΚΗ, τα ''μαθηματα'' που πηρε απο την θαλασσα τα εκανε φαρο στην ζωη του.
Ενάμιση χρόνο στεκόταν όρθιος, πάνω στο βράχο, ακίνητος, με το πρόσωπο αντίκρυ στην Ανατολή, με τη σκέψη και την καρδιά του δοσμένη σ' όλον τον κόσμο - και να τον δέρνει ο άνεμος και να τον μουσκέβει η βροχή, και να κρουσταλιάζει η παγωνιά το βασανισμένο κορμί του.
Ολοι τόνε ξέρανε πια στο νησί τον Δημήτρη Τατάκη. Κοντά του όμως λίγοι μπορούσαν να φτάσουν: Εκείνοι που είχαν τη δική του παλικαριά - ήταν μεγάλος ο δρόμος ίσαμε το βράχο... - κι εκείνοι που ερχόντουσαν να τον βασανίσουν. Οι άλλοι τόνε βλέπανε από μακριά, όρθιο πάντα, όλες τις ώρες.
- Ποιος είναι; ρωτούσαν.
- Ο Τατάκης.
Περνούσε η νύχτα μέσα στα βογγητά και το αίμα. Ο άνεμος ήταν άγριος. Η θάλασσα χτυπούσε δυνατά το νησί κι έφευγε σφυρίζοντας αναδιπλωμένη, στο σκοτάδι. Κάτι φωνές. Ποδοβολητά. Οι σκηνές των φυλακισμένων αγρυπνούσαν. Ψυχή δεν ξεμυτούσε. Ο θάνατος παραμόνευε. Πότε θα τελειώσει τούτη η νύχτα; Πριν χαράξει έπαυαν τα βογγητά, η θάλασσα ημέρευε, ο άνεμος έπεφτε - τραγουδούσε η σάλπιγγα εγερτήριο.
Εβγαιναν απ' τις σκηνές οι φυλακισμένοι. Ολοι κοιτούσαν προς τα κει. Στην "απομόνωση". Να, ένας ίσκιος - μόλις που τον αγγίζει ο Αυγερινός. Ορθιος πάλι. Δεν έπεσε. Στέκεται ακίνητος. Νίκησε. Αυτός μοναχός, μες στη νύχτα. Ο Τατάκης. Εφευγε ο χειμώνας, έφευγε το καλοκαίρι, ερχόταν δεύτερος χειμώνας, εκεί ο Τατάκης, εκεί κι ο βράχος.
Γρηγοριάδης Κώστας
Μια φορά είχε πάει ο γιατρός της φυλακής να τον δει. Ακουσε πως είχε μείνει τριανταδυό μέρες και τριανταδυό νύχτες άγρυπνος, γυμνός, χειμώνα καιρό να σπρώχνεται στην παγωμένη θάλασσα, να στεγνώνει με τον άνεμο, να βασανίζεται, να ματώνει, χωρίς μια στιγμή να πει "αφήστε με", χωρίς να πλαγιάσει. Δεν τον πίστευε ο γιατρός. Πήγε κοντά του. Είδε ένα νέο άντρα, να χαμογελάει...
- Εσύ ανέτρεψες την επιστήμη, του είπε.
Ο Τατάκης όλο χαμογελούσε. Οχι τώρα. Κι όταν βασανιζόταν ακόμα. Δεν μπορούσε να κάνει εξαίρεση στο γιατρό. Λίγο - λίγο άρχισαν να τον παραδέχονται κι οι βασανιστές του. Καταλάβαιναν πια πως δεν μπορούσαν να τον κάνουν να λυγίσει. Αυτό βέβαια δε σήμαινε πως θα σταματούσε ο παιδεμός. Η διαταγή, διαταγή. Αλλά να, τις άλλες ώρες, έρχονταν να του προσφέρουν δειλά ένα τσιγάρο, να τον ρωτήσουν "πώς παν τα κέφια", "πώς τα περνάει".
- Καλά, καλά, τους απαντούσε ο Τατάκης με το ίδιο, τ' ακίνητο χαμόγελό του. Καμιά πίκρα δεν είχε στα μάτια. Κανένα παράπονο στα χείλη. Ξέρει πως έτσι έπρεπε να σταθεί. Δε γινόταν αλλιώς. Ηταν κάτι πολύ φυσικό γι' αυτόν νάναι ο Ανθρωπος, δυνατότερος κι απ' την πιο ανελέητη βία.
Είχε τη θάλασσα συντροφιά του όλη τη μέρα και τη νύχτα. Κάποτε δούλευε στη θάλασσα: Δεύτερος πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού. Γιατί τον φέρανε στο Μακρόνησο; Αν είχε καμιά "κατηγορία" δε θα τον κρατούσαν τόσον καιρό υπόδικο στις φυλακές. Θα δικαζόταν όπως χιλιάδες άλλοι. Για να τον βαστάνε λοιπόν έτσι, θα πει ότι δεν υπάρχει "υπόθεση". Μπορούσε και να τον άφηναν "ελεύθερο", φτάνει νάλεγε μόνο πως τα βασανιστήρια, οι σκοτωμοί, η τυραννία, που δοκίμαζαν τα παιδιά του λαού, το αίμα, η φωτιά, ήταν σωστά πράγματα - πως το θηρίο που τον παίδευε είχε μεγαλύτερη ανθρωπιά απ' τον ίδιο που μαρτυρούσε.
Ο Δημήτρης Τατάκης, ο καπετάνιος, είπε δε γίνεται αυτό. Μέτρησε τη ζωή, μέτρησε το θάνατο - θα ζούσε για να πεθάνει. Δε θα πέθαινε για να ζήσει. Από κει και πέρα, ό,τι και να ερχόταν, το περίμενε όπως η γη το νερό. Και στεκόταν όρθιος πάνω στο Βράχο. Πότε τον φόρτωναν και με πέτρες. Πότε του λέγανε να σηκώνει το ένα του πόδι.
- Από τέτοια, παιδιά, έννοια σας. Μη στενοχωριόσαστε...
Χαμογελούσε. Κι αγνάντευε τη θάλασσα. Ενα καράβι στον ορίζοντα. Κατά πού να πέφτει το σπίτι του; τι να συλλογιέται τάχα η μητέρα; Η γειτονιά του θάναι ήσυχη τούτη την ώρα; Τα μεγάφωνα του Μακρονησιού έπαιζαν τραγούδια. Κάθε τόσο, τάκοβε ο σπήκερ. "Η Μακρόνησος είναι ο φάρος της ελευθερίας". Φάνηκε μπροστά του ο βασανιστής.
- Απόψε θα υπογράψεις Τατάκη, του είπε. Πρέπει να τη διαλύσουμε την απομόνωση. Κι όταν υπογράψεις εσύ θα τη διαλύσουμε...
Πάλι το χαμόγελο.
- Βάζουμε στοίχημα πως θα υπογράψεις;
- Θα το χάσεις το στοίχημα.
- Ρε βάζεις στοίχημα;
- Θα το χάσεις.
Επεσε πάνω του ο βασανιστής. Τόνε χτυπούσε με το "μπαμπού", με τις αρβύλες, με τις γροθιές, τον γκρέμιζε στους βράχους, του έσφιγγε το λαιμό. Απόκαμε το θηρίο. Ανάσαινε βαριά. Εσταζε ιδρώτα. Ο άλλος χαμογελούσε πάντα μέσα στα αίματα. Τότε χυμάει ο βασανιστής μ' ένα ουρλιαχτό, του δαγκώνει τ' αφτί, να το κόψει. Σηκώνεται αφρισμένος. Πνίγεται. Τρέμει. Δεν μπορεί πια να μη φωνάζει:
- Τη μάνα μου να μου λέγανε, την πατρίδα μου να μου λέγανε, το θεό να μου λέγανε, θα τους πρόδινα για να γλιτώσω...
Φεύγει σκουντουφλώντας με σκυμένο το κεφάλι. Κι ο Τατάκης, ο καπετάνιος, καθώς είναι πεσμένος μπρούμητα στο σκληρό χώμα του Μακρονησιού, με τις πληγές και με τη χαρά της νίκης στο πρόσωπο, του φωνάζει ήρεμα.
- Ψιτ. Τόχασες το στοίχημα...
Ενάμιση χρόνο στάθηκε ο νέος Προμηθέας στο Βράχο του. Οι Αγγελιοφόροι του Δία των φυλακών, του φέρνανε κάθε τόσο μηνύματα. Εστελνε κι αυτός το δικό του. "Θα μείνω εδώ, πέστε του". Και πλήθαινε η απομόνωση και μ' άλλα παλικάρια. Τον χαιρετούσαν μ' εμπιστοσύνη, "Μαζί σου κι εμείς".
Πέρσι, τέτοια μέρα, 16 Δεκεμβρίου, η Διοίκηση των φυλακών πήρε τη μεγάλη απόφαση. Με κάθε τρόπο θάσβυνε η Απομόνωση. Εφταναν οι εκλογές. Το μεγάλο κακό θα σταματούσε. Δεν έπρεπε να γλιτώσει έτσι ο Τατάκης κι η συντροφιά του. Είχαν γίνει πολλοί.
Οδήγησε λοιπόν σε συγκέντρωση τους φυλακισμένους. Θα έβγαζε λόγο κάποιος του "Γραφείου Ηθικής Αγωγής". Ολα ήταν προμελετημένα. Χασισοπότες απ' τις Στρατιωτικές Φυλακές βρίσκονταν εκεί, εφοδιασμένοι με σύρματα, με κοτρόνια, με πέτρες. Δίνεται το σύνθημα. Ορμούν πάνω στα παιδιά της Απομόνωσης. Ποτέ δεν ξανάγινε σ' εκείνη τη σκληρή γη, την αιματοποτισμένη, αυτός ο χαλασμός. Γκρέμιζαν παλικάρια από ψηλούς βράχους στη θάλασσα. Χτυπούσαν όπου βρίσκανε. Γδέρνανε οι αρβύλες τα στήθια των παλικαριών. Γέμισε βογγητό πάλι ο τόπος.
Οι άλλοι φυλακισμένοι σάστισαν μπροστά στο κακό. Ακούστηκε μια φωνή άγρια: "Οι πολίτες να τραβήξουν πάνω στις σκηνές τους! Γρήγορα"! Σε λίγο οι βασανιστές μάζευαν τα πληγιασμένα κορμιά από τους βράχους, από τη θάλασσα, και τα πήγαν στην Απομόνωση. Ρίξανε το καθένα στ' ατομικό του αντίσκηνο. Η νύχτα σκέπασε το Μακρονήσι. Μια φωνή ακουγόταν, εκεί γύρω. "Πεθαίνω... πεθαίνω...".
Ηταν η φωνή του Τατάκη. Την άκουσε μέσα στον πονεμένο της ύπνο η συντροφιά του. Υστερα έσβυσε. Ενα σούσουρο ακολούθησε. Ποδοβολητό. Σα να κουβαλούσανε κάποιον. Δεν μπορούσε κανένας να δει. Την άλλη μέρα τ' αντίσκηνο του Τατάκη ήταν άδειο, με το μπογαλάκι του και το παγούρι πεταμένο σε μιαν άκρη. Τον πήραν και τον θάψανε στο Λαύριο - οι δικοί του το έμαθαν αργότερα, μ' ένα "συλλυπητήριο" τηλεγράφημα του διοικητή της Σ.Φ.Α.
Ετσι πέθανε ο νέος Προμηθέας του Μακρονησιού. Ομως στο βράχο, στάθηκαν άλλα παλικάρια, με το πρόσωπο αντίκρυ στην Ανατολή, ν' αγναντεύουν τη θάλασσα και να χαμογελούν σ' όλον τον κόσμο, καθώς ο Τατάκης, ο Δημήτρης Τατάκης - ο Καπετάνιος».
Αλλα κουραγιο...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Καλησπέρα Δημήτρη . Πρώτον έχω μέρες να στείλω τους χαιρετισμούς μου στην Κατερίνα σου και να τους δώσεις παρακαλώ.Δεύτερον θα πάρω την παρθενιά της ανάρτησής σου και τρίτον όχι δεν θα αφήσω να κυλήσει ένα δάκρυ. Έτσι και αλλιώς έχω πολλά χρόνια να κλάψω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλλωστε .....οι άντρες δεν κλαίνε έτσι δεν είναι,ή μήπως όχι.Δημήτρη, Πέρσι πήγαμε για "προσκύνημα" Τιμής και μνήμης στο Μακρονήσι.
Αυτά που γράφεις και άλλα πολλά που μας αφηγήθηκαν άνθρωποι που βρέθηκαν στο κολαστήριο της Μακρόνησος.Μάλιστα ο σ.που ήταν να κάνει την τιμητική ομιλία δεν είχε καθόλου κουράγιο,δεν άντεχε και δεν δεχόταν κανείς άλλος να την κάνει. Αναγκάστηκε λοιπόν να κάνει την ομιλία εκείνη που την είχε γράψει κι΄όλας, χωρίς ούτε ένα δάκρυ να επιτρέψει να τρέξει στην άκρα των ματιών της, καθώς τελειώνοντας ακούγονταν το "επέσατε θύματα αδέρφια εσείς" Έτσι μάθαμε να μην κλαίμε παρά μόνον όταν είμαστε μόνοι μας ή με τους πολύ δικούς μας.
Και τούτο όχι γιατί τόχουμε ντροπή,ίσα ίσα αλλά για να μην χάνουμε το κουράγιο μας και να συνεχίζουμε κριτικά και αυτοκριτικά.
Δημήτρη, συγκλονιστική η μνήμη που μας μεταφέρεις. Τραγική και βαθιά ανθρώπινη, με τους όρους των αρχαίων τραγωδών. Και δεν χωράνε δάκρυα (όπως σωστά επισημαίνει ο ΒΒ) αλλά πείσμα, κουράγιο, αποφασιστικότητα κι αγώνες. Πολλούς και όμορφους αγώνες "για να γυρίσει ο ήλιος"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό καλοκαίρι!
B.B Kαλημερα, να εισαι καλα για τα χαιρετισματα που στελνεις στην Κατερινα, μαλλον θα τα εδιαβασε στο λαπτοπακι της, πινοντας το φραπαδακι της στο Κορθι. Αναμνησεις μιας ζωης για την ζωη μας, το Μακρονησι ειναι το συγχρονο θυσιαστηριο, με σφαγεια, ανθρωπους, για να εξευμενισουν τους παμπαλαιους θεους του χρηματος, οι εραστες του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠορτιατη καλημερα, ετσι ειναι, φαροι μας οι αγωνες και οι αγωνιες αυτων των υπερανθρωπων, που αναγκασαν μεχρι και τους βασανιστες τους να τους παραδεχτουν. ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ...Καλο καλοκαιρι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να μην πάει στο βρόντο ο θάνατος του Τατάκη, ο θάνατος όσων κοίταζαν στην Ανατολή, γι' αυτό δε νομιμοποιούμαστε να μη συνεχίσουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήNτρουσιλα καλημερα, ετσι ειναι οπως το εγραψες, πρεπει να συνεχισουμε. Αυτο λοιπον που, ενοχλει ολους τους ασπονδους φιλους μας ειναι, οτι υπαρχει μια ιστορια που ''παταμε'', πραγμα αδιανοητο για τους λατρεις της ελευθερης αγορας, της ανοικτης οικονομιας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ δεν τα κατάφερα σαν τον ΒΒ και το δάκρυ μου ξέφυγε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα ρε γμτ... γι' αυτό σου το 'δωσα το βραβείο...
Φυσικενια καλησπερα, εχω ενα ''προβλημα'' με τα βραβεια, ας το πουμε σαν ''θεση'', βραβεια στον κοσμο που μεγαλωσαμε και εμεις και εσεις και οι προηγουμενοι οπως και οι επομενοι, δινουν οι ''δυνατοι'' στους ''αδυνατους'', οι εχοντες στους μη εχοντες, βεβαια εδω δεν υπαρχει τετοιο ''πραγμα'', αλλα σαν ιδεα ειναι που με ''διαολιζει'', μαλλον πρεπει να ''κατεβασω'' στροφες και να σ'ευχαριστω πολυ, οταν κατεβω στον ''βραχο'' και θελεις να ερθεις Κορθι οικογενειακως[ γιατι μονο εμεις εχουμε καθαρες παραλιες ακομα] και να τα πουμε, του ειπες του αντρα σου οτι το ΠΑΜΕ προχθες εκανε στα γραφεια της ελ αλ [στο αεροδρομιο, ελ. βενιζελος] καταληψη υπερ του Παλαιστινιακου λαου...Καλες βουτιες με τα κουρκς σου. εεε, πιασε και ενα μαντηλι να σκουπισεις το δακρυ και την μυτουλα...
ΑπάντησηΔιαγραφήNoμίζω υπάρχει παρεξήγηση. Τα βραβεία αυτού του είδους, αυτά που μοιράζονται στα μπλογκς εννοώ, είναι δωράκια φιλίας ή σεβασμού ή κάποιου συναισθήματος τέλος πάντων που κάποιος τρέφει προς κάποιον άλλο. Τουλάχιστον έτσι τα βλέπω εγώ γι' αυτό τα δέχομαι. Γι' αυτό μη με μπερδεύεις με δυνατούς και αδύνατους. Εκτός και έχεις πρόβλημα και με τα δώρα οπότε αλλάζει το πράγμα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιπαμε ''κοβω'' στροφες και το δεχομαι, ''μπηκα'' στο πνευμα, λυθηκε ο ''γορδιος δεσμος''.
ΑπάντησηΔιαγραφή