




ΑΓΑΝΤΑ... Εδεσε την αγελαδα στον ισκιο, νταλα μεσημερι, μολις ειχε γυρισει απο το μεροκαματο, σαχλαμαρες μεροκαματο, γι'αυτον, επιανε την πετρα και την εστιβε, θεριζε απο το πρωι στις 6, εως τα τωρα 4 το απογευμα, 2 ταλλιρα το μεροκαματο του, αυγα, τι να τα κανει, ειχανε κοτες, τον ντραπηκε τον θειο του, τα πηρε, το ερημο ζωο, τοσες ωρες στον ηλιο και το ειχανε ξεχασει να το μεταδεσουν, το ακουγε οπως ερχοταν απο μακρια να μουγκανιζει με απογνωση, διψαγε, σκουπισε τον υδρωτα απο το μετωπο του, χαιδεψε την Κυριακουλα πισω απο τις αυτουλες, την εβλεπε πως επινε το νερο που της εβαλε και κινησε για το σπιτι, σπιτι το ειχε κανει, οι ιδιοκτητες το ειχανε ''παρατησει'', οι σοβαδες ειχανε πεσει και φαινοτανε το μπακγλαντι, τα καλαμια στο ταβανι, ειχανε γεμισει, εντομα και σερπετα, το χωμα στην επανω μερια ειχε να μπιλιαστει καιρο, οι πορτες με τα πορτελα, ειχανε λασκαρει, το μαζωξε, μπιλιασε και την ταρατσα να μην περναει το νερο μεσα, ''καπνισε'' τα καλαμια να φυγουν τα μαμμουνια και μετα με νερο και σαπουνι ''δικο'' τους τα επλυνε, σοβατισε το μπακγλαντι, εφτιαξε πορτες και πορτελα, καθαρισε το τζακι-μαγειριο, κουβαλισε τα δυο επιπλακια τους και την εφερε στο πρωτο δικο τους σπιτι, εκανε μεροκαματα στα χωραφια, λεφτα δεν επαιρνε, μετα απο τρεις μηνες δουλειας, με το τσαπι, πληρωθηκε ενα γουρουνακι, πηγαινε στην βαρκα και μοιραζοντουσαν στα τρια τα ψαρια, ενα της βαρκας μερτικο, ενα του βαρκαρη και ενα δικο του, δυο μπουγελα ψαρια φισκα, ποιος να τ'αγορασει? Εκει που εδινε ''ρεσιταλ'' ητανε οταν εχτιζε πετρα, πολυ του αρεσε αυτη η δουλεια, ενα ραμα, ενα σφυρι και τα ματια του, της μιλουσε της πετρας, εβγαζε μετρα, σιγοψιθυριζε, αυτος που δεν τραγουδουσε ποτε, ενα παραξενο ντουετο, αυτος και η πετρα, ετσι πηρανε την αγελαδα, το χτισιμο αφηνε λεφτα. Τα λεφτα τα εστελναν, οι μπαρκαρισμενοι και οι ''Αμερικανοι''. Μπηκε στο σπιτι, ησυχια, φωναξε τ'ονομα της, μετα τα ονοματα των δυο αγοριων του, τιποτα, ισα που προλαβε μεσα στην σαστιμαρα του τον γατο, που ετοιμαζοταν να σαλταρει στο τραπεζι, μαζι μυρισαν με το ζωντανο τα ψαρια, που του τα ειχε σερβιρισμενα και σκεπασμενα στο τραπεζι, ξου βρε κεραταλαρ, φωναξε , τον ζυγισε ο γατος, γρινιαξε, εφυγε, εκατσε στην καρεκλα, που ειναι ρωτησε τον εαυτο του, παντα σπιτι ειναι, σκεφτηκε, εβαλε νερο απο το κανατι και το ηπιε μονορουφι, διψαγε, μολις τωρα το καταλαβε, με την εννοια της αγελαδας και την αναπαντεχη ησυχια στο σπιτι, ειχε ''ξεχασει'' οτι διψουσε. Που ειναι, τι να εγινε, μικρος ο τοπος, αλλα ειχε ερθει απο τα χωραφια, δεν ηθελε πολλα-πολλα αυτο το διαστημα, ουτε απο φιλους, αλλα πολυ περισοτερο απο συγγενεις, κραταγε απο σπιτι που τον ειχανε τον ''τροπο'' τους, ο πατερας του ομως τον ''πεταξε'' εξω, ητανε ο αφεντης στο σπιτι ''του''. Την γυναικα του την κυνηγουσε χρονια, την πηρε μικρη 18-19 χρονων, αμεσως εμεινε εγκυος, ποτε στο σπιτι του πεθερου του εμεναν, επρεπε να τελειωσει και το στρατιωτικο, ποτε στης μανας του, οταν εμεναν στου πεθερου ολα καλα, οτι δουλευε τα εδινε στην γυναικα του, να κανει το κουμαντο της, τα πεθερικα του αγροτες, λεφτα οχι πολλα, αλλα το σπιτι γεματο ''γεννηματα''. Τον καλεσε η μανα του, αν θελεις ελατε να μεινετε σ'εμενα, καταχαρηκε, στο προγονικο του σπιτι, στο σπιτι του, υπο εναν ορο, οτι θελεις μανα, πεταγε απο την χαρα του, το βδομαδιατικο θα το κραταω εγω και αν θελετε κατι θα μου ζητατε και βλεπουμε, ενταξει μανα, βαρια γυναικα, αγελαστη, εφταναν στ' αυτια της και διαφορα νεα απο την Αμερικη που ητανε ο αντρας της, την πληρωσε η νυφη, την ψοφησε στην δουλεια, αμιλητο αυτο, κοριτσακι σαν τα κρυα τα νερα και ευγενικο και απο προκοπη, ειχανε να λενε στο χωριο, η συμπεθερες παιδικες φιλες. Της ειχε παρει τον γιο, τα δολλαρια που εστελνε ο ανδρας της, εμπαιναν στην ακρη, ζουσαν απο τα μεροκαματα των δυο αγοριων και απο τα ζωα και τα μποστανια που ειχαν, επρεπε να ''αναπληρωθει'' το χαμενο ποσο, τοσο καιρο, απο τοτε που παντρευτηκε και πηγε στρατιωτης και που γυρισε, λεφτα απο αυτον, δεν ειδανε οι χουφτες της, ειχε αναγκες το σπιτι, ελεγε στην μικροπαντρεμενη νυφη της, με αφησε και με μικρο κοριτσι και τους δυο μεγαλους ο πεθερο σου και πρεπει να εχω καλο τιμονι, ακους? Ακουω να λες, ετσι θα μαθεις οικονομια, δεν εβριζε η πεθερα, μονο γρινιαζε συνεχεια στον γιο της και στην νυφη ολο παρατηρησεις και νουθεσιες,εστελε και γραμμα απο την Αμερικη ο πεθερος, αν θελουν αλλιως τον δρομο τους, μη τους παρακαλας, οδηγιες στην γυναικα του απο χιλιαδες μιλια μακρια. Ποσο ν'αντεξεις, κλαμματα στα μουλωχτα μην την παρει και χαμπαρι η πεθερα και εχουνε και αλλα . Πηγανε και ''πιασανε'' το παρατημενο σπιτι, πηγανε στον μπακαλη και πηρανε τηλεφωνο στην Αθηνα, το και το, τι θελεις για το σπιτι ρωτησαν τον μακρινο τους συγγενη, ντραπηκε ο ανθρωπος, τι να θελει, απο τους πεσμενους σοβαδες, τα ξεμανταλωμενα πορτοπαραθυρα, τιποτα μωρε Στρατο, μπεστε μεσα και σιδεροκεφαλοι. Πηρε να πεφτει ο ηλιος, σκεφτοτανε και κοιμοτανε ετσι δα καθισμενος στην καρεκλα αγκουμπωντας τον αγκωνα του στο τραπεζι, γελασε με τον εαυτο του, πηρα εναν μουλαρισιο υπνο. Που ειναι η φαμιλια του, βγηκε εξω, εκλεισε την πορτα πισω του, πηγε μαζεψε τις κοτες, εφτιαξε πιτουρα για το γουρουνι και πηρε τον δρομο για την αγορα με τα ρουχα ακομα της δουλειας, οταν το σκεφτηκε οτι φοραγε τα ''παλια'' ειχε φτασει στην αγορα, ρωτησε δυο φιλους του, ''προσεκτικα'', μη μας πιασουνε στο στομα τους, αυτος να ψαχνει την γυναικα του στους δρομους. Μια θεια του τον σταματησε, ψαχνεις την Δημητρα? Ειναι στον γιατρο, ειχε πυρετο ο μεγαλος σας και τον κρατησε να τον παρακολουθησει, λολαθηκε η γυναικα σου, φοβηθηκε που δεν του επεφτε ο πυρετος, πηρε και τον μικρο μαζι και ειναι απο το πρωι στον γιατρο, σφιχτηκε η καρδια του πριν τρια χρονια τους πεθανε το πρωτο τους παιδι, μεχρι να καταλαβουν τι εχει στο νησι και με τις οικονομικες δυσκολιες [για καλους γιατρους στην ΑΘΗΝΑ],παει το παιδι, τους βρηκε στο γιατρειο, την ειδε πελαγωμενη, τον μεγαλο στο κρεβατι, τον γιατρο διστακτικο, τον μικρο να αλωνιζει, ζαλιστηκε, επεσε στην αγκαλια του, γυρευε κουραγιο, τον αγαπουσε σαν θεο, αλλα αυτη η ανασφαλεια την ''σκοτωνε''. Συνεφερε ο μεγαλος, αντε στο σπιτι σας, ο γιατρος, τι σου χρωσταω γιατρε, τι εκανα μωρε Στρατο και μου χρωστας, δεν μπορει[ητανε και υπερηφανος], τι κανει ο κοπος σου, φυγε μωρε σου λεω και οταν πας στην βαρκα φερε μου δυο κιλα ψαρια, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. Τον πηρε αγκαλια τον μεγαλο και πηγανε σπιτι, τον αφησε στο κρεβατακι του, την κοιταξε και εφυγε απο το σπιτι, μετα απο δυο ωρες γυρισε και της ειπε τα μαντατα, ετοιμασεμε μπαρκαρω, με τον καπτα-Λεωνιδη, μεθαυριο, ''αρχιζε'' ενα ταξιδι μακρια απο την οικογενεια του, για την οικογενεια του...
Αλλα κουραγιο...
Στον φιλο μου ΜΑΧΑΙΡΗ, που με εβαλε να σκεφτω...